Περίληψη
Ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα κατασκευάστηκε το 510 π.Χ με χρήματα που συγκεντρώθηκαν από πολλές ελληνικές πόλεις, με μέριμνα των Αλκμαιωνιδών της Αθήνας. Όταν ο ναός αυτός καταστράφηκε το 373 π.Χ από σεισμό, οι ελληνικές πόλεις συγκέντρωσαν εκ νέου χρήματα και έκτισαν το ναό που βλέπουμε και σήμερα, ο οποίος ολοκληρώθηκε γύρω στο 330 π.Χ. Ο ναός ήταν δωρικός περίπτερος με πρόδομο και οπισθόδομο δίστυλους εν παραστάσει. Στο άδυτο βρισκόταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού και ο ομφαλός, ενώ στον πρόναο ήταν χαραγμένα τα λεγόμενα “δελφικά παραγγέλματα” των επτά σοφών.
Περιγραφή
Η προϊστορία του ναού και ο αρχαϊκός ναός
Σύμφωνα με τον μύθο ο πρώτος ναός του Απόλλωνα ήταν μια καλύβα από κλαδιά δάφνης, ο δεύτερος ήταν φτιαγμένος από κερί και φτερά μελισσών, ο τρίτος από χαλκό και ο τέταρτος (προφανώς ο μόνος ιστορικά επιβεβαιωμένος) ήταν φτιαγμένος από πωρόλιθο. Ο ναός αυτός καταστράφηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ.
Στη συνέχεια οι ελληνικές πόλεις συγκέντρωσαν χρήματα για την ανοικοδόμηση του νέου ναού, την οποία ολοκλήρωσαν οι Αλκμαιωνίδες της Αθήνας περι το 510 π.Χ. Ήταν δωρικός περίπτερος, πώρινος με μαρμάρινη πρόσοψη και εξαιρετικό γλυπτό διάκοσμο, φιλοτεχνημένο από τον γλύπτη Αντήνορα. Θέμα του ανατολικού αετώματος ήταν η επιφάνεια του Απόλλωνα, η άφιξη του θεού στους Δελφούς με τη συνοδεία της αδελφής του Άρτεμης και της μητέρας του Λητούς. Στο δυτικό αέτωμα απεικονιζόταν σκηνή Γιγαντομαχίας, από την οποία σώζονται μόνο οι μορφές της Αθηνάς, ενός πεσμένου Γίγαντα, μιας ανδρικής μορφής και τα μπροστινά μέρη δύο αλόγων. Ο αρχαϊκός αυτός ναός των Αλκμαιωνιδών καταστράφηκε από σεισμό το 373 π.Χ.
Ο ναός του 4ου αιώνα π.Χ.
Μετά την καταστροφή του ναού των Αλκμαιωνιδών, η Αμφικτυονία συγκέντρωσε ξανά χρήματα για την ανέγερσή του και η διαχείρισή τους ανατέθηκε στο συμβούλιο των Ναόπων, που απαρτιζόταν από πολίτες πολλών πόλεων. Η ανέγερση σταμάτησε το 356 π.Χ. εξαιτίας των επιθέσεων του Φιλίππου Β’ και των Θεσσαλών, και ξανάρχισε μετά το 343/342, για να ολοκληρωθεί τελικά το 334/333 π.Χ., ενώ ο γλυπτός διάκοσμος των αετωμάτων προστέθηκε το 327 π.Χ. Το κτίριο, τα ερείπια του οποίου βλέπουμε σήμερα, είναι δημιούργημα των αρχιτεκτόνων Σπίνθαρου, Ξενόδωρου και Αγάθωνα. Πρόκειται για έναν ναό περίπτερο, με 6 κίονες στην πρόσοψη, πρόδομο και οπισθόδομο δίστυλους εν παραστάσι. Στέκει πάνω σε κρηπίδα τριών βαθμίδων από τοπικό σκληρό ασβεστόλιθο, ενώ η ανωδομή ήταν από πωρόλιθο. Τα μαρμάρινα αετώματα φιλοτεχνήθηκαν από τους Αθηναίους γλύπτες Πραξία και Ανδροσθένη. Στο ανατολικό αέτωμα απεικονίζονταν ο Απόλλωνας με τις Μούσες και στο δυτικό ο Διόνυσος ανάμεσα στις Θυιάδες (Μαινάδες). Η παρουσία του Διόνυσου ήταν επιβεβλημένη από το γεγονός ότι κατά τους τρεις χειμερινούς μήνες που ο Απόλλων μετέβαινε στη χώρα των Υπερβορείων, κύριος του ναού παρέμενε ο Διόνυσος, του οποίου ο “τάφος” μάλιστα βρισκόταν εντός του ναού. Οι μετόπες του πτερού δεν έφεραν γλυπτό διάκοσμο, καθώς εκεί ήταν προσαρμοσμένες χρυσές ή επιχρυσωμένες ασπίδες, αναμνηστικές των νικών των Ελλήνων εναντίον των βαρβάρων. Στην πρόσοψη και τη βόρεια πλευρά οι ασπίδες σχετίζονταν με τις νίκες εναντίον των Περσών και ειδικά με τη μάχη του Μαραθώνα (490 π.Χ.) ενώ στη νότια και δυτική πλευρά με τις νίκες εναντίον των Γαλατών (278 π.Χ.). Ο σηκός ήταν τριμερής και διαμορφωνόταν από τον πρόναο, το άδυτο, και τον οπισθόδομο. Στο άδυτο του ναού, και συγκεκριμένα σε έναν υπόγειο χώρο κάτω από αυτό, γινόταν η χρησμοδότηση από την Πυθία και μόνον οι ιερείς είχαν δικαίωμα πρόσβασης σε αυτό. Για το εσωτερικό του ναού γνωρίζουμε ελάχιστα στοιχεία, κυρίως από αρχαίους συγγραφείς: στους τοίχους του πρόναου υπήρχαν χαραγμένα ρητά των επτά σοφών, όπως «γνώθι σαυτόν», «μηδέν άγαν» και το γράμμα Ε. Επίσης, υπήρχε χάλκινη εικόνα του Ομήρου και βωμός του Ποσειδώνα, ενώ στο άδυτο υπήρχε το άγαλμα του θεού και ο ομφαλός. Επάνω σε άλλο βωμό, αφιερωμένο στην Εστία, έκαιγε μονίμως ένα κούτσουρο από έλατο. Όταν οι Θράκες επιτέθηκαν στους Δελφούς το 83 π.Χ. το κούτσουτο αυτό έσβησε, γεγονός που θεωρήθηκε κακός οιωνός.
Το κτίριο συντηρήθηκε και ανακαινίστηκε το 84 μ.Χ. από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό, όπως μαρτυρεί μεγαλοπρεπής επιγραφή που φυλάσσεται σήμερα στο Μουσείο, ενώ υπέστη ζημιές από πυρκαγιά τον 3ο αι. μ.Χ., και αναστηλώθηκε μερικώς από τον αυτοκράτορα Ιουλιανό το 363 μ.Χ., ενώ φαίνεται να εγκαταλείφθηκε μετά τα αντιπαγανιστικά διατάγματα του Θεοδοσίου Α’.