Η Μεγάλη Ανασκαφή (La Grande Fouille)
Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών αποτελούσε συχνό προορισμό περιηγητών στη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου, αρχής γενομένης από τον Κυριακό τον Αγκωνίτη στις αρχές του 15ου αιώνα. Το άσημο χωριό Καστρί έγινε διάσημο μέσα από τις περιγραφές και τα σχέδιά τους. Ωστόσο, αν και η θέση είχε ταυτιστεί με ασφάλεια, η απαλλοτρίωση ενός ολόκληρου χωριού για τη διενέργεια ανασκαφών ήταν ένα άπιαστο όνειρο για τους αρχαιολόγους του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Μερικές δοκιμαστικές απόπειρες είχαν γίνει το 1840 και το 1860 στον πολυγωνικό τοίχο. Όταν όμως το 1870 η περιοχή επλήγη από ισχυρότατο σεισμό, που κατέστρεψε μεγάλο μέρος του χωριού, η προοπτική αυτή άρχισε να φαντάζει λιγότερο μακρινή. Ήδη το 1880 ο Bernad Haussoulier ξεκίνησε εργασίες στη Στοά των Αθηναίων.
Χρειάστηκε, ωστόσο, η κυβέρνηση Τρικούπη, που έβαλε την Ελλάδα σε τροχιά εξωστρέφειας και εκσυγχρονισμού, για να προχωρήσουν οι διαδικασίες και η στενή συνεργασία μεταξύ Γαλλίας και Ελλάδας.
Έτσι, το 1892 ξεκίνησε υπό την αιγίδα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών η “Μεγάλη Ανασκαφή”, La Grande Fouille. Μεγάλη ως προς τη διάρκειά της, αλλά και ως προς την έκταση, τη δυσκολία, τον αριθμό των ανθρώπων που κινητοποιήθηκαν και, φυσικά, τον αριθμό και τη σημασία των μνημείων και των ευρημάτων που αποκαλύφθηκαν. Το ημερολόγιο της εκπληκτικής αυτής προσπάθειας έχει ψηφιοποιηθεί από τη Γαλλική Σχολή και βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.efa.gr/index.php/fr/
Η προετοιμασία ξεκίνησε αφενός με τη μερική απαλλοτρίωση οικιών στο Καστρί κι αφετέρου με την εγκατάσταση ενός μίνι-σιδηρόδρομου με βαγονέττα για την απομάκρυνση των αδρανών υλικών. Η ανασκαφή άρχισε στα μέσα Οκτωβρίου, δηλαδή ήδη αρκετά αργά μέσα στο φθινόπωρο και γι’ αυτό δεν διήρκεσε πολύ. Την επόμενη χρονιά όμως, η ανασκαφική περίοδος άρχισε τον Απρίλιο και έληξε το Νοέμβριο, φέρνοντας στο φως μεγάλο μέρος από τον Θησαυρό των Αθηναίων και αποκαλύπτοντας τον βράχο της Σίβυλλας και τον Βωμό των Χίων. Μέσα στα επόμενα χρόνια ήλθαν στο φως τα περισσότερα κτίσματα κατά μήκος της Ιεράς Οδού, αλλά και μοναδικά γλυπτά. Από τις πιο συγκινητικές στιγμές της ανασκαφής ήταν η ανακάλυψη του Ηνίοχου, μέρους πλαστικού συμπλέγματος από ορείχαλκο, που αφιέρωσε ο τύραννος της Γέλας Πολύζαλος για τη νίκη του στα Πύθια. Εξίσου συγκινητικές στιγμές ήταν η αποκάλυψη του ανάγλυφου κίονα γνωστότερου ως “Οι τρεις χορεύτριες”, του Αντίνοου και των αρχαϊκών κούρων που αναπαριστούν τον Κλέοβι και τον Βίτωνα. Αφού ολοκληρώθηκε η αποκάλυψη των μνημείων του τεμένους του Απόλλωνα, οι ανασκαφείς προχώρησαν στην αποκάλυψη του σταδίου και του γυμνασίου. Τελευταία αποκαλύφθηκαν το 1900 τα κτίρια της “Μαρμαριάς”, δηλαδή το τέμενος της Αθηνάς Προναίας με τους ναούς και τους θησαυρούς του.
Στην ανασκαφή εργάστηκαν για περισσότερο από μια δεκαετία, εκτός από τον διευθυντή Theophile Homolle, και άλλα μεγάλα ονόματα της Γαλλικής αρχαιολογίας, όπως ο αρχιτέκτονας A. Tournaire, στον οποίο οφείλουμε τα πρώτα λεπτομερή και κομψά φιλοτεχνημένα σχέδια των μνημείων, ο Henri Corvet, επικεφαλής των εργοταξίων, o P. Perdrizet, αλλά και ερευνητές όπως ο Th. Reinach και ο H. Weil, που επιδόθηκαν στη μελέτη και ανάδειξη του επιγραφικού υλικού, ιδιαίτερα των δελφικών ύμνων στον Απόλλωνα. Στη συνέχεια ως επιμελητές του χώρου ανέλαβαν καθήκοντα σημαντικές μορφές της ελληνικής αρχαιολογίας, όπως ο Αλέξανδρος Κοντολέων ή ο Χρήστος Καρούζος που διετέλεσε διευθυντής του πρώτου μουσείου.