Χάλκινος Λέβητας
Χαρακτηριστικά αντικείμενα στη λατρεία του Απόλλωνα είναι οι τρίποδες. Ο μύθος λέει ότι ο Ηρακλής πήγε στο μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει τι να κάνει για να εξιλεωθεί από το φόνο του Ίφιτου. Το μαντείο δεν θέλησε να του δώσει χρησμό. Τότε ο ήρωας, εξοργισμένος, άρπαξε τον τρίποδα επάνω στον οποίο καθόταν η Πυθία για να χρησμοδοτήσει. Ο Απόλλων προσπάθησε να τον εμποδίσει και θεός και ήρωας ήρθαν στα χέρια. Τελικά μεσολάβησε ο Δίας για να λήξει η διαμάχη. Η παράδοση αυτή, ωστόσο, ενέπνευσε τους εικονογράφους, ενώ κατέστησε τον τρίποδα βασικό λατρευτικό αντικείμενο. Κατά τους γεωμετρικούς χρόνους οι τρίποδες ήταν σύμφυτοι με τους λέβητες που έφεραν. Στο Μουσείο των Δελφών σώζονται αποτμήματα τέτοιων τριπόδων, με χαρακτηριστικότερο αυτόν με δακτυλιόσχημη λαβή. Στα ομηρικά έπη γίνονται συχνές αναφορές στα αγγεία αυτά. Εμφανίζονται ως πολύτιμα δώρα για τους ξένους, όπως στην περίπτωση των Φαιάκων που χάρισαν λέβητα και τρίποδα στον Οδυσσέα.
Στο σκαλιστό σεντούκι βρίσκουνται του ξένου μας τα ρούχα,
το καλοδουλεμένο μάλαμα, μαζί τα δώρα τ᾿ άλλα,
που των Φαιάκων του κουβάλησαν οι πρωτοκεφαλάδες᾿
μα ομπρός, τρανό να του χαρίσουμε τριπόδι και λεβέτι,
κάθε άντρας κι ένα, και μαζώνουμε μετά το αντίμεμά τους
Οδύσσεια, ν, 10-15
Στο τέλος της γεωμετρικής εποχής, εισάγεται μια καινοτομία: οι τρίποδες είναι μεμονωμένοι και επάνω τους επικάθεται μεγάλος χάλκινος λέβητας. Στο Μουσείο υπάρχει ένα χαρακτηριστικό δείγμα: σε λεπτό χάλκινο τρίποδα που στηρίζεται σε χυτά πόδια, εδράζεται μεγάλος σφαιρικός λέβητας. Στο χείλος του αναπτύσσονταν κεφαλές γρυπών και λεόντων καθώς και φτερωτές γυναικείες μοφές, πιθανόν σειρήνες. Τα όντα αυτά είναι ανατολικής προέλευσης, ενώ και η τεχνική χύτευσης και επεξεργασίας με σφυρηλάτηση στη συνέχεια παραπέμπει σε ανατολίτικα εργαστήρια.
Μεταλλικά πλακίδια με μυθολογικές σκηνές
Συνήθης μέθοδος διακόσμησης επίπλων και ξύλινων αντικειμένων ήταν η ένθεση πλακιδίων με διακοσμητικό ή αφηγηματικό χαρακτήρα. Τα πλακίδια αυτά μπορούσαν να είναι κατασκευασμένα από μέταλλο (συνήθως χαλκό, αλλά και χρυσό ή άργυρο) ή και από ελεφαντόδοντο. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Δελφών εκτίθενται τόσο ελεφαντοστέινα πλακίδια (αίθουσα χρυσελεφάντινων) με απεικονίσεις μυθικών πλασμάτων όσο και χάλκινα πλακίδια που αναπαριστούν γνωστές μυθολογικές σκηνές.
Χαρακτηριστική είναι η απεικόνιση του άθλου του Ηρακλή για την εξόντωση του Ερυμάνθιου Κάπρου. Ο Ευρυσθέας, βασιλιάς της Τίρυνθας, είχε ζητήσει από τον Ηρακλή να αιχμαλωτίσει ζωντανό τον κάπρο που η Άρτεμη είχε χαρίσει στον Ερύμανθο, γιατί το άγριο ζώο κατέστρεφε τις σοδειές και σκότωνε με τους χαυλιόδοντές του τα άλλα ζώα. Ακόμη και οι Κένταυροι του δάσους της Φολόης, στην ανατολική Ηλεία, είχαν ενοχληθεί από τη δράση του. Ο Ηρακλής κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει τον κάπρο με ένα τέχνασμα, πλησιάζοντάς το πλαγίως. Αφού τον έδεσε, τον μετέφερε ζωντανό στον Ευρυσθέα, ο οποίος από τον τρόμο του κρύφτηκε μέσα σε ένα πιθάρι. Το περιστατικό προφανώς θεωρήθηκε διασκεδαστικό από τους καλλιτέχνες της αρχαϊκής εποχής, οι οποίοι το έχουν απεικονίσει σε ερυθρόμορφα (πρβλ. Αμφορέας του Όλτου, 510 π.Χ., Μουσείο Λούβρου) και μελανόμορφα αγγεία (πρβλ. Αμφορέας από τους Vulci, περ. 550 π.Χ., Βρετανικό Μουσείο). Ο άθλος απεικονιζόταν επίσης και στις μετόπες του ναού του Δία στην Ολυμπία, περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ.. Το συγκεκριμένο παράδειγμα από το Μουσείο των Δελφών είναι το μόνο γνωστό σε χαλκό και χρονολογείται στο β’ μισό του 6ου αιώνα π.Χ. Αντίστοιχα διασκεδαστικό ενδεχομένως ήταν και το περιστατικό της διαφυγής του Οδυσσέα και των συντρόφων του από τη σπηλιά του κύκλωπα Πολύφημου, που αποτελεί το θέμα του δεύτερου χάλκινου πλακιδίου: ο Οδυσσέας ή κάποιος από τους συντρόφους του εικονίζεται κρεμασμένος από την κοιλιά ενός κριαριού στην προσπάθειά του να διαφύγει. Ενδεχομένως το πλακίδιο αυτό να συνοδευόταν και από άλλα που εικόνιζαν την τύφλωση του Πολύφημου ή και άλλα περιστατικά της Οδύσσειας.
Οι Κούροι των Δελφών
Κλέοβις και Βίτων ή Διόσκουροι
Τα δυο μνημειακά αρχαϊκά αγάλματα βρέθηκαν κατά την διάρκεια των αρχαιολογικών ερευνών κατά το 1893-94 κοντά στο Θησαυρό των Αθηναίων. Οι δύο νέοι, που πιθανόν στέκονταν δίπλα δίπλα, αποδίδονται γυμνοί στον τύπο του κούρου και παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα. Προβάλλουν το αριστερό πόδι, ενώ τα χέρια τους, λυγισμένα στους αγκώνες, είναι σφιγμένα σε γροθιές και εφάπτονται στους μηρούς. Με δυναμική διάπλαση αποδίδεται το σώμα και οι ανατομικές λεπτομέρειες. Τα μαλλιά σχηματίζουν ελικοειδείς βοστρύχους πάνω από το μέτωπο και πέφτουν σε κυματιστούς πλοκάμους στους ώμους και τη πλάτη. Τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια επιστέφονται από τοξωτά φρύδια, ενώ στο πρόσωπο διακρίνεται συγκρατημένο χαμόγελο. Στα πόδια φορούσαν υποδήματα, από τα οποία διακρίνονται οι ψηλές σόλες (κατύμματα). Οι μορφές πατούν σε ξεχωριστές πλίνθους, αλλά προέρχονται από ενιαίο βάθρο. Σύμφωνα με την επιγραφή που σώζεται αποσπασματικά στην πλίνθο του ενός αγάλματο πρόκειται για έργο του Αργείου γλύπτη Πολυμήδη και ήταν για αφιέρωμα των Αργείων στον Απόλλωνα. Πιθανολογείται ότι τα αγάλματα ανατέθηκαν στους Δελφούς γύρω στο 580 π.Χ. και θεωρούνται χαρακτηριστικό δείγμα της αρχαϊκής γλυπτικής των Πελοποννησιακών εργαστηρίων.
Ερμηνεία
Κατά μία παλαιότερη ερμηνεία τα αγάλματα απεικόνιζαν τον Κλεόβι και τον Βίτωνα, που κατάγονταν από το Άργος και ήταν γιοι ιέρειας της Ήρας. Σύμφωνα με αρχαία παράδοση που καταγράφει ο Ηρόδοτος, τα δύο αδέλφια πήραν τη θέση των βοδιών και έσυραν οι ίδιοι το άρμα, μεταφέροντας τη μητέρα τους κατά την εορτή των Ηραίων από το Άργος στο ιερό της Ήρας. Εκείνη τότε παρακάλεσε τη θεά να ανταμείψει τα παιδιά της για την δύναμη και την αφοσίωση τους με το μεγαλύτερο αγαθό που μπορούσε να επιθυμήσει θνητός και η Ήρα τους χάρισε έναν ήρεμο θάνατο στον ύπνο τους.
Η νεότερη, ωστόσο, ερμηνεία που βασίζεται σε προσεκτικότερη ανάγνωση της επιγραφής FΑΝΑΚΩΝ, δηλαδή ‘των βασιλέων’ ή ‘κυρίων’, οδήγησε στην ταύτισή τους με τους Διόσκουρους, τους γιους του Δία και της Λήδας και αδελφούς της Ωραίας Ελένης. Ως “Άνακες” δέχονταν τιμές στο Άργος ο Κάστωρ και ο Πολυδεύκης.
Ανεξάρτητα από την ταύτισή τους, πάντως, τα χαρακτηριστικά τους είναι ενδεικτικά του αργίτικου εργαστηρίου. Ο κορμός και οι βραχίονες είναι κάπως βραχείς, ενώ αντίθετα το στήθος βρίσκεται ψηλά και ο θώρακας τονίζεται από μια εγχάρακτη γραμμή. Το κεφάλι είναι σχεδόν κυβικό και το πλατύ πρόσωπο πλαισιώνεται από βοστρύχους που θυμίζουν τα δαιδαλικά αγάλματα. Η όλη απόδοση είναι πιο “βαριά” και στιβαρή από ό,τι στα έργα των αττικών και ιωνικών (νησιωτικών) εργαστηρίων.
-
Οι Ύμνοι στον Απόλλωνα
Ανάμεσα στις επιγραφές από τις οποίες είναι κατάγραφος ο νότιος τοίχος του Θησαυρού των Αθηναίων και οι οποίες στην πλειονότητά τους διασώζουν τιμητικά ψηφίσματα για τους πολίτες της Αθήνας, ξεχωρίζουν δύο επιγραφές που προκάλεσαν το ενδιαφέρον των ερευνητών αρχικά, καθώς φάνηκε ότι αποτελούσαν ποιητικά κείμενα. Προσεκτικότερη μελέτη έδειξε ότι επρόκειτο για δύο αρχαίους ύμνους στον Απόλλωνα, από τους πενήντα περίπου γνωστούς ύμνους της αρχαίας Ελλάδας. Η συνεξέταση και άλλων επιγραφών από τον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών αποκάλυψε ότι οι ύμνοι συντέθηκαν από τον αοιδό Αθήναιο, γιο του Αθηναίου και τον μουσικό Λιμένιο, γιο του Θοίνου. Οι ύμνοι συντέθηκαν με αφορμή την Πυθαϊδα του 128 π.Χ., την τελετουργική πομπή των Αθηναίων προς τους Δελφούς. Γνωρίζουμε ότι ο ένας από τους δύο ύμνους βραβεύθηκε.
Ανάμεσα στους στίχους διακρίνονται μουσικά σύμβολα, τα οποία μπόρεσαν να ερμηνευθούν από τους ειδικούς μουσικολόγους χάρη σε μία πραγματεία του Αλύπιου, μουσικογράφου της Ύστερης Αρχαιότητας (3ος αιώνας μ.Χ.). Ο πρώτος παιάνας αποτελούνταν από τέσσερις στροφές, εκ των οποίων οι τρεις σώζονται. Ο δεύτερος ήταν πολύ μεγαλύτερος, είχε εννέα στροφές και έκλεινε με “προσώδιον”, δηλαδή έναν θριαμβευτικό επίλογο.
Το θέμα των παιάνων είναι φυσικά σχετικό με τα διάφορα περιστατικά από τη ζωή του θεού, όπως η γέννησή του, η έλευσή του στους Δελφούς κλπ. Εξυμνείται ακόμη και η συμβολή του θεού στην απόκρουση των Γαλατών,
Οι ύμνοι αυτοί αποτέλεσαν άμεσα αντικείμενο ενασχόλησης των μουσικολόγων και έχουν γίνει πολλές προσπάθειες ερμηνείας τους με απομιμήσεις αρχαίων οργάνων. Η πρώτη φορά που ερμηνεύθηκαν μουσικά ήταν το 1894, έναν μόλις χρόνο μετά την ανακάλυψή τους, στο διεθνές αθλητικό συνέδριο για την καθιέρωση των Ολυμπιακών Αγώνων.
Τα Χρυσελαφάντινα Αγάλματα
Στην αρχαιότητα, όπως και στις μέρες μας, τα αφιερώματα στον θεό θεωρούνταν ιερά και γι’ αυτό δεν επιτρεπόταν ούτε η μεταπώληση ούτε η μετασκευή τους. Τα αφιερώματα που καταστρέφονταν από κάποια φυσική αιτία ή αυτά που για κάποιο λόγο κρίνονταν περιττά υπήρχε η συνήθεια να θάβονται κοντά στο ιερό. Κάτι τέτοιο συνέβη περί τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. όταν από πυρκαγιά καταστράφηκαν αρκετά πολύτιμα αναθήματα και θάφτηκαν στην ιερά οδό, απέναντι από την Άλω. Ορισμένα από αυτά πιθανόν συναποτελούσαν ένα χρυσελεφάντινο σύνολο που απεικόνιζε την Απολλώνια τριάδα (Απόλλων, Άρτεμις, Λητώ). Οι ερευνητές συσχέτισαν τα ευρήματα με τα περίλαμπρα αναθήματα του Κροίσου, βασιλιά της Λυδίας, τα οποία περιγράφει ο Ηρόδοτος. Η ταύτιση ωστόσο παραμένει αβέβαιη και το μόνο σίγουρο είναι ότι πρόκειται για εντυπωσιακά έργα των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ., με πιθανή προέλευση τα καλλιτεχνικά εργαστήρια της Ιωνίας ή της Κορίνθου.
Η κεφαλή του Απόλλωνα χαρακτηρίζεται από το μειλίχιο αρχαϊκό χαμόγελο, τα μαλλιά στο κεφάλι είναι από επίχρυσο ασήμι, ενώ οι δυο πλατιοί βόστρυχοι που πέφτουν δεξιά κι αριστερά στους ώμους από φύλλο χρυσού. Σώζεται μόνο το μπροστινό μέρος από τα πέλματα, καθώς το υπόλοιπο καλυπτόταν από το ένδυμα. Ο θεός κρατούσε στο χέρι είτε την επίχρυση αργυρή φιάλη είτε το αργυρό κύπελλο της ίδιας προθήκης. Το έργο έχει αποδοθεί σε κορινθιακό εργαστήριο, όπως και ορισμένες από τις μικρογραφικές ανάγλυφες πλάκες από ελεφαντόδοντο, οι οποίες κοσμούσαν μάλλον το ερεισίνωτο του θρόνου του. Σε μια από αυτές απεικονίζεται ένα επεισόδιο της Αργοναυτικής εκστρατείας: οι γιοι του Βορέα, Ζύθης και Κάλαϊς, καταδιώκουν τις τερατόμορφες Άρπυιες που τυραννούσαν τον μάντη Φινέα, κι εκείνος σε αντάλλαγμα τους δίνει συμβουλές για το πώς να φτάσουν στην Κολχίδα. Από τις υπόλοιπες πλάκες που σώζονται αποσπασματικά αξιοσημείωτη είναι η παράσταση αναχώρησης πολεμιστή με άρμα.
Η γλυκύτητα της έκφρασης στην κεφαλή της Αρτέμιδος, που φέρει χρυσό διάδημα και ρόδακες για σκουλαρίκια, τη συνδέει με την ιωνική τέχνη, πιθανότατα της Σάμου. Δυο μεγάλα ορθογώνια φύλλα από χρυσό στόλιζαν πιθανόν το ένδυμα της θεάς. Ήταν διακοσμημένα με παραστάσεις υπαρκτών και μυθολογικών ζώων: αίγαγρος, λιοντάρι, ταύρος, ελάφι, πήγασος, γρύπας, σφίγγα. Όπως και στον Απόλλωνα, τα μάτια και τα φρύδια ήταν ένθετα. Στο ίδιο άγαλμα ανήκε μάλλον και το αριστερό χέρι με χρυσό βραχιόλι. Εκτός από το τρίτο μεγάλο κεφάλι (της Λητούς) εκτίθενται ακόμα πέντε μικρότερα ελεφάντινα πρόσωπα και μέρη σώματος από άλλα αγάλματα. Σώζονται επίσης αρκετά από τα πρόσθετα χρυσά κοσμήματα, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν τα πλακίδια με παραστάσεις Γοργούς, Πήγασου και γρύπα, καθώς και ρόδακες, ανθέμια και άλλα φυτικά κοσμήματα. Το σύνολο συμπληρώνουν φύλλα χρυσού σε μορφή βοστρύχων, τμήματα ενδυμάτων, διαδήματα και ένα περιδέραιο με λεοντοκεφαλές. Στις ίδιες προθήκες εκτίθενται και άλλα ευρήματα του αποθέτη, όπως οι τέσσερις χάλκινες σφίγγες πάνω σε ιωνικά κιονόκρανα, τμήματα από οστέινο αυλό, τμήματα αργυρής επίχρυσης φιάλης, χάλκινες λαβές λεβήτων, δυο από τις οποίες έχουν μορφή σειρήνας με ανοιχτά φτερά, βάση χάλκινου θυμιατηρίου (φέρει επιγραφή που έχει σχετιστεί με τον Κροίσο), πολλά οστέινα περίτμητα πλακίδια που διακοσμούσαν κάποιο ξύλινο αντικείμενο, δυο πήλινες αντωπές σφίγγες, τρεις πήλινες γυναικείες προτομές, πολλές χάλκινες αιχμές βελών και σιδερένιες αιχμές δοράτων.
Η κύλικα του Απόλλωνα
Μεταξύ των λίγων (σχετικά) κεραμικών εκθεμάτων του Μουσείου των Δελφών συγκαταλέγεται μια κύλικα λευκού βάθους με τον Απόλλωνα, που προέρχεται από έναν αποθέτη όπου είχαν τοποθετηθεί κτερίσματα τάφων κατά την εκκαρθάρισή τους. Αποτελεί εξαιρετικό έργο αττικού εργαστηρίου. Στο εσωτερικό της κύλικας αποδίδεται ο θεός με περίτεχνη κόμμωση και δάφνινο στεφάνι στα μαλλιά να κάθεται σε οκλαδία δίφρο (ένα πτυσσόμενο κάθισμα), τα πόδια της οποίας απολήγουν σε λεοντόποδα. Φορά λευκό χιτώνα, κόκκινο ιμάτιο και σανδάλια. Στο αριστερό του χέρι ένας κόκκινος ιμάντας συγκρατεί μια επτάχορδη λύρα από καύκαλο χελώνας (χέλυς), ενώ τα δάχτυλά του είναι στις χορδές, και με το δεξί σπένδει από φιάλη με κοσμήματα. Απέναντί του αποδίδεται ένα μαύρο πουλί, για το οποίο έχουν δοθεί ποικίλες ερμηνείες, άλλοτε ως απλό μαντικό πουλί και άλλοτε ως το κοράκι που του έφερε το μήνυμα του γάμου της αγαπημένης του Κορωνίδας, κόρης του βασιλιά Φλεγύα. Το αριστουργηματικό αυτό έργο χρονολογείται στη δεκαετία 480-470 π.Χ. Η παράσταση αποδίδει θαυμάσια με εικαστικό τρόπο τον στίχο από τον β’ ύμνο στον Απόλλωνα που βρέθηκε στο νότιο τοίχο του Θησαυρού των Αθηναίων:
“Τραγουδήστε για τον χρυσόμαλλο Πύθιο που τοξεύει μακριά και παίζει ωραία λύρα”
(Μέλπετε δε Πύθιον χρυσοχαίταν έκατον εύλυραν).
-
Ο Ηνίοχος
Η τελευταία αίθουσα του μουσείου στεγάζει το πιο λαμπρό του έκθεμα, τον Ηνίοχο από το ανάθημα του Πολύζαλου, τυράννου της Γέλας. Ο Πολύζαλος θεωρείται ότι ήταν ο νικητής της αρματοδρομίας στα Πύθια του 478 ή του 474 π.Χ., υπάρχει όμως και η άποψη ότι το ανάθημα τιμά τη νίκη του αδερφού του Ιέρωνα στα 470 π.Χ., ο οποίος ήταν νικητής και στα Ολύμπια. Παρά τις παλαιότερες απόψεις σήμερα είναι σχεδόν βέβαιο ότι το σύμπλεγμα, που αποτελούνταν από τέθριππο, τον Ηνίοχο και δύο ιπποκόμους, ήταν φτιαγμένο για να φαίνεται από μπροστά και αριστερά, καθώς ήταν τοποθετημένο στα δεξιά της ιεράς οδού, στο τμήμα με μεγάλη κλίση πριν το ναό. Είναι επίσης σχεδόν βέβαιο ότι στους Δελφούς οι δυο ιπποκόμοι του συμπλέγματος οδηγούσαν πεζοί δυο άλογα δεξιά κι αριστερά από το άρμα. Σε μια χωριστή προθήκη εκτίθεται το χέρι του ενός με μέρος από το χαλινό και μέλη των αλόγων. Το σύμπλεγμα καταστράφηκε μάλλον από τον μεγάλο σεισμό του 373 π.Χ.
Ο ίδιος ο Ηνίοχος, από τον οποίο λείπει μόνο το αριστερό χέρι, φορά μακρύ χιτώνα με πλούσια και ομοιόμορφη πτύχωση, ζωσμένο ψηλά, κάτω από το στήθος με ζώνη που σταυρώνει στην πλάτη. Στο δεξί χέρι εκτός από τα χαλινάρια που σώζονται κρατούσε και το κεντρί. Τα γυμνά πόδια πατούν στέρεα και αποδίδονται με πολλές λεπτομέρειες, γεγονός που φέρνει στο νου τον χαλκοπλάστη Πυθαγόρα από το Ρήγιο (που ωστόσο καταγόταν από τη Σάμο), για τον οποίο ο Πλίνιος λέει ότι παρίστανε ακόμη και τις φλέβες κάτω από το δέρμα.
Το κεφάλι του Ηνιόχου είναι πλατύ ενώ το νεανικό και ωοειδές πρόσωπο χαρακτηρίζεται από αυστηρές γραμμές στη μύτη και τα τόξα των φρυδιών. Τα χείλη καλύπτονταν από φύλλο κοκκινωπού χαλκού και πίσω ανάμεσα από τα μισάνοιχτα σαρκώδη χείλη μόλις διακρίνονται τέσσερα ασημένια δόντια. Τα μάτια είναι ένθετα από λευκό σμάλτο για τον βολβό, καστανό και μαύρο λίθο για την ίριδα και την κόρη. Το βλέμμα είναι γεμάτο συγκρατημένη ένταση, απλότητα και επινίκια γαλήνη. Τα μαλλιά αποδίδονται περισσότερο με εγχάραξη παρά με πλαστικότητα και τα συγκρατεί μια φαρδιά κορδέλα με μαίανδρο από εμπίεστο ασήμι και χαλκό. Ολόκληρο το άγαλμα δονείται από μια ανεπαίσθητη ελικοειδή κίνηση προς τα δεξιά.
Εκτός από τον Πυθαγόρα, έχει συσχετιστεί κατά καιρούς με το έργο του Κριτίου ή του Κάλαμη, αλλά τα στοιχεία που διαθέτουμε δεν επιτρέπουν βέβαιη απόδοση σε κανέναν από τους γνωστούς καλλιτέχνες. Το βέβαιο είναι ότι πρόκειται αναμφίβολα για ένα από τα αριστουργήματα της ελληνικής πλαστικής, με ιδιαιτερότητες που το καθιστούν έργο βαθιά ανθρώπινο και πνευματικό και γοητεία που αγγίζει τις ρίζες του δυτικού πολιτισμού και τα μύχια της ανθρώπινης ψυχής.
Για το λόγο αυτό και η είδηση της ανακάλυψής του κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ανασκαφής έφτασε στα πέρατα του κόσμου, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση.
Θυμιατήριο με μορφή πεπλοφόρου
Σε χωριστή προθήκη στο μέσον της αίθουσας 9 εκτίθεται ένα αριστουργηματικό χάλκινο θυμιατήριο. Ένα αγαλμάτιο πεπλοφόρου κόρης στηρίζει το ημισφαιρικό σώμα του αγγείου, μέσα στο οποίο καίγονταν θυμιάματα.
Η γυναικεία φιγούρα φορά τον δωρικό πέπλο και έχει τα μαλλιά της μαζεμένα σε κεκρύφαλο, χαρακτηριστικό κάλυμμα κεφαλής με δίχτυ. Στηρίζεται στο δεξί πόδι, ενώ το αριστερό είναι στον αέρα σχεδόν, έτοιμο να βηματίσει. Η φιγούρα στρέφει το πρόσωπο προς το δεξί χέρι. Η μπροστινή όψη είναι πολύ επιμελημένη, η πίσω όψη πιο αδρή. Στην περίμετρο ακουμπούσε διάτρητο κάλυμμα που άφηνε τον καπνό να σκορπίζεται στον χώρο, το οποίο όμως δεν σώζεται. Τεχνοτροπικά θυμίζει πεπλοφόρες μορφές από το μουσείο της Ολυμπίας,
Είναι πιθανόν παριανό έργο του 460-450 π.Χ., αν και έχουν διατυπωθεί απόψεις ότι προέρχεται από εργαστήριο των ίδιων των Δελφών ή κάποιας πόλης του Κορινθιακού κόλπου, και βρέθηκε στον αποθέτη της ιεράς οδού, μαζί και με άλλα χάλκινα ειδώλια και πλήθος πολύτιμων αφιερωμάτων.
Κεφαλή φιλοσόφου και ερμαϊκή στήλη Πλουτάρχου
Στην έξοδο του μουσείου βρίσκονται δύο εκθέματα που έχουν συνδεθεί με τον διασημότερο ιερέα των Δελφών, τον γνωστό ιστορικό του 1ου-2ου αιώνα μ.Χ. Πλούταρχο. Ο Πλούταρχος καταγόταν από τη Χαιρώνεια της Βοιωτίας, ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας και έλαβε εξαιρετική μόρφωση, αρχικά από τον παππού του, Λαμπρία, και στη συνέχεια σε φιλοσοφικές σχολές της Αθήνας. Αναδείχθηκε σε τοπικά πολιτικά αξιώματα της γενέτειράς του και των γειτονικών Δελφών, ενώ πάτρωνάς του έγινε ο Ρωμαίος Μέστριος Φλώρος, που διετέλεσε μεταξύ άλλων Ανθύπατος Ασίας. Αφού ταξίδεψε εκτενώς και ανήλθε στη ρωμαϊκή ιεραρχία, ο Πλούταρχος επέστρεψε στη Χαιρώνεια και στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στους Δελφούς ως ιερέας, όπου και πέρασε τα τελευταία περίπου τριάντα χρόνια της ζωής του.
Με τον Πλούταρχο είχε παλαιότερα ταυτιστεί η εικονιστική κεφαλή φιλοσόφου που τοποθετείται στον 2ο αιώνα μ.Χ. Ο άνδρας, αν και γενειοφόρος, αποδίδεται σε νεαρή σχετικά ηλικία. Μαλλιά και γένια δηλώνονται με αδρούς όγκους και λεπτές χαράξεις. Το βλέμμα γίνεται ακόμη πιο βαθυστόχαστο χάρις στα βαριά βλέφαρα και τις εγχάρακτες κόρες και ίριδες.
Πλάι στο πορτρέτο στέκει αποσπασματικά σωζόμενη ερμαϊκή στήλη που έφερε πιθανοτατα πορτρέτο του χαιρωνίτη συγγραφέα και ιερέα στους Δελφούς. Η επιγραφή της, ωστόσο, σώζεται: Δελφοὶ Χαιρωνεῦσιν ὑμοῦ Πλούταρχον ἔθηκαν | τοῖς Ἀμφικτυόνων δόγμασι πειθόμενοι. (Syll.3 843=CID 4, no. 151)
Εκτός από τα καθήκοντά του ως ιερέας, ο Πλούταρχος άφησε και συγγραφικό έργο που συνδέεται με τον χώρο των Δελφών και τα ιερά μυστήρια, όπως το “Περί του Ει του εν Δελφοίς”, ενώ μνείες γίνονται σε διάφορα σημεία του έργου του. Άλλωστε το γνωστότερο ίσως έργο του, τους “Βίους παράλληλους” το συνέγραψε κατά την τελευταία εικοσαετία της ζωής του, όσο βρισκόταν δηλαδή στους Δελφούς.
-
Βυζαντινά Ψηφιδωτά
Σε δώμα της επιγραφικής στοάς του Μουσείου των Δελών, το οποίο φτάνει στο ύψος του πρώτου ορόφου, εκτίθεται ένα ψηφιδωτό δάπεδο από παλαιοχριστιανική βασιλική του α’ μισού του 6ου αιώνα μ.Χ. που βρέθηκε το 1959 στο σημερινό χωριό των Δελφών.
Ο διάκοσμός του είναι πλούσιος και συνδυάζει γεωμετρικά, φυτικά, ζωομορφικά, ανθρωπομορφικά θέματα και συμβολικές απεικονίσεις. Ο καμβάς του ψηφιδωτού χωρίζεται σε διάχωρα, όπου αναπτύσσονται ποικίλα αυτοτελή θέματα: ψάρια και θαλασσινά, πτηνά, άγρια και ήμερα ζώα, ανθέμια, αγγεία, νεαρός βοσκός.
Στο κεντρικό κλίτος σώζεται τμήμα αφιερωματικής επιγραφής και κυκλικό μετάλλιο με πάνθηρα που κατασπαράσσει ελάφι, πλαισιωμένο από παγώνια και αετούς με απλωμένα φτερά.
Στα γωνιακά τετράγωνα νεαρές μορφές, που κρατούν κάνιστρο με φρούτα και δέσμη σταχυών,
αποτελούν προσωποποιήσεις εποχών του έτους. Το ψηφιδωτό συνοδεύεται από επιγραφή (ΚΑ[ΛΟΙ] ΚΑΙ[ΡΟΙ]).
Η τυπολογική ανάλυση έχει δείξει ότι πρόκειται για έργο σημαντικού εργαστηρίου ψηφοθετών.
Ανάγλυφος κορμός Αμαζόνας
Ο γλυπτός διάκοσμος της Θόλου στο ιερό της Αθηνάς Προναίας αποτελεί όχι μόνο στοιχείο για τη χρονολόγηση του ίδιου του κατά τα άλλα αινιγματικού μνημείου περί το 380-370 π.Χ., αλλά και ένα από τα ορόσημα στη μελέτη της ύστερης κλασικής πλαστικής. Τα γλυπτά δυστυχώς αποκολλήθηκαν ήδη κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Χρειάστηκαν δεκαετίες μελετών και συντήρησης, προκειμένου να φτάσουν οι ερευνητές σε κάποια συμπεράσματα και να δώσουν ολοκληρωμένη μορφή στα σπαράγματα. Σύμφωνα με αυτά, οι εξωτερικές μετόπες του κτιρίου έφεραν παραστάσεις Αμαζονομαχίας και Κενταυρομαχίας, ενώ η εσωτερική ζωφόρος πιθανόν σκηνές από τους άθλους του Ηρακλή και του Θησέα, χωρίς όμως αυτό να είναι βέβαιο.
Τεχνοτροπικά, οι μορφές στις εξωτερικές μετόπες αποδίδονται με υψηλό ανάγλυφο, με έντονη κίνηση και πλαστικότητα, θυμίζοντας αρκετά τα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Ασκληπιείου της Επιδαύρου. Ο κορμός Αμαζόνας, που εκτίθεται στο Μουσείο των Δελφών, αν και αποσπασματικά σωζόμενος, εντυπωσιάζει με την κίνηση και την απόδοση των λεπτομερειών της ένδυσης. Ο κορμός εμφανίζει ελαφρά συστροφή για να αποδώσει την κίνηση, η οποία είναι έκδηλη στο επάνω μέρος των μηρών, που σώζεται, και στο αριστερό χέρι που θα πρέπει να ήταν υψωμένο. Η μορφή φορά ιμάτιο με πολύ λεπτές πτυχώσεις, το οποίο στερεώνεται στη μέση με λεπτό ιμάντα. Ένας δεύτερος ιμάντας σταυρώνει κάτω από τα στήθη.
-
Δαιδαλικό ειδώλιο
Ένα από τα σημαντικότερα εκθέματα του Μουσείου είναι το δαιδαλικό ειδώλιο που πιθανότατα απεικονίζει τον Απόλλωνα. Η δαιδαλική τέχνη, που τοποθετείται χρονικά στην πρώιμη αρχαϊκή εποχή, πήρε το όνομά της από τον Δαίδαλο, μυθικό ήρωα, ο οποίος φέρεται να κατασκεύασε πρώτος αγάλματα σε φυσικό μέγεθος, στα οποία έδωσε κίνηση. Με το επίθετο “δαίδαλα” ονόμαζαν στην αρχαιότητα και τα ξύλινα ξόανα. Η δαιδαλική τέχνη αναπτύχθηκε αρχικά στην Κρήτη στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια ιδιαίτερα στις δωρικές πόλεις και περιοχές. Το βασικό της χαρακτηριστικό είναι ότι ακολουθεί τα γεωμετρικά πρότυπα, αν και με μεγαλύτερη πλαστικότητα στην απόδοση των όγκων. Οι μορφές αποδίδονται μετωπικά, με τα χέρια κολλημένα στους μηρούς, ενώ τα μαλλιά είναι κτενισμένα σε οριζόντιες ζώνες, σχηματίζοντας κόμμωση που θυμίζει περούκα (“οροφωτή φενάκη”).
Η γυμνή ανδρική μορφή του Μουσείου των Δελφών έχει ελαφρά προτεταμένο το αριστερό πόδι και τα χέρια σφιγμένα σε γροθιές πλάι στους μηρούς. Τη στενή μέση περισφίγγει μεταλλικός ζωστήρας, ενώ το θωρακικό τόξο διαγράφεται έντονα. Η πλάτη είναι σχεδόν επίπεδη εκτός από τη βύθιση της σπονδυλικής στήλης, εντονότερη χαμηλά. Το τριγωνικό πρόσωπο έχει τονισμένα χείλη, μικρή μυτερή μύτη, μάτια απομακρυσμένα από τα φρύδια και μεταξύ τους. Τα μαλλιά διαμορφώνονται κατά τον χαρακτηριστικό δαιδαλικό τρόπο της «οροφωτής φενάκης» με πέντε επίπεδα, συν έναν που καλύπτει την κορυφή του κεφαλιού.
Το ειδώλιο αποτελεί προάγγελο των λίθινων κούρων, όπως το ζεύγος που εκτίθεται επίσης στο μουσείο και που ταυτίζονται με τον Κλέοβι και τον Βίτωνα ή με τους Διόσκουρους. Γενικά, η δαιδαλική τέχνη διαδόθηκε ιδιαίτερα στο β’ μισό του 7ου αιώνα π.Χ. και στη συνέχεια υποχώρησε με την ανάπτυξη της αρχαϊκής γλυπτικής και των κατά τόπους σχολών της. Πολύ γνωστά αντίστοιχά του είναι η περίφημη “Κυρία της Auxerre”, που βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, και προέρχεται μάλλον από την Ελεύθερνα, αλλά και το άγαλμα της Νικάνδρης από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (μεγαλύτερων διαστάσεων) καθώς και αρκετά ειδώλια από τη Δήλο, την Ελεύθερνα και τη Γόρτυνα.
-
-