Το Αρχαιολογικό Μουσείο Άμφισσας στεγάζεται σε ένα αρχοντικό των αρχών του 20ου αιώνα που είχε διάφορες δημόσιες χρήσεις ως το 1987, όταν παραχωρήθηκε από το δήμο στο Υπουργείο Πολιτισμού εν όψει της σύστασης του μουσείου. Παραδίδεται ότι βρίσκεται στη θέση του κτηρίου στο οποίο είχε συνέλθει το 1821 η Α΄ Εθνοσυνέλευση της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Άνοιξε για το κοινό το 2002 και περιλαμβάνει εκθέματα από την πόλη της Άμφισσας και πολλές άλλες θέσεις του Νομού Φωκίδας.
Στον προαύλιο χώρο του εκτίθενται επιτύμβιες στήλες, βάθρα αγαλμάτων, αρχιτεκτονικά μέλη και ψηφιδωτά από κοσμικά κτήρια της ύστερης αρχαιότητας και από παλαιοχριστιανικές βασιλικές.
Στην αίθουσα Α του ισογείου (αριστερά της εισόδου) παρουσιάζονται ευρήματα από την Κίρρα, σημαντικό λιμάνι του Κορινθιακού και επίνειο της Κρίσσας και των Δελφών.
Στην πρώτη προθήκη εκτίθενται κυρίως χειροποίητα κεραμικά αγγεία, λίθινα και οστέινα εργαλεία της Εποχής του Χαλκού. Περιλαμβάνονται ένα αγγείο τύπου «σαλτσιέρας» της Πρωτοελλαδικής περιόδου, κάλαθοι, ένα μεγάλο δίωτο αγγείο με εκροή, ένας κάνθαρος της Μεσοελλαδικής περιόδου, κι ένα αγκυρόσχημο περίαπτο. Το λίθινο τριβείο με τον τριπτήρα του προφανώς χρησίμευε για τη σύνθλιψη δημητριακών. Παρουσιάζονται επίσης λίθινοι πελέκεις, λεπίδες από οψιανό και πυριτόλιθο, λίθινα σφονδύλια και μερικά οστέινα εργαλεία, μεταξύ των οποίων ένα οδοντωτό είχε πιθανόν υφαντική χρήση.
Η ακόλουθη προθήκη παρουσιάζει κεραμική της Μεσοελλαδικής περιόδου, τη λεγόμενη Μινυακή, με γκρίζα ή κοκκινωπή επιφάνεια και χαρακτηριστικό γωνιώδες περίγραμμα. Οι τύποι που εμφανίζονται στην Κίρρα είναι η υψίποδη κύλικα, το δίωτο κύπελλο, τα μεγάλα ανοιχτά κωδωνόσχημα αγγεία, ο κάνθαρος και ο μόνωτος αρυτήρας ή κύπελλο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα κύπελλο-ηθμός. Αγγεία της ίδια περιόδου εκτίθενται σε μια ακόμη προθήκη: άβαφοι κάλαθοι, μικρά κύπελλα και οπισθότμητες οινοχόες, καθώς κι ένα μεγάλο δίωτο αγγείο με τον χαρακτηριστικό για την εποχή διάκοσμο με κυματοειδή γραμμή στον ώμο.
Σε χωριστή προθήκη εκτίθεται μεγάλος αριθμός γραπτών κεραμικών οστράκων της Μεσοελλαδικής (άνω) και Μυκηναϊκής περιόδου (κάτω). Αν και αποσπασματικά, συμβάλλουν στην κατανόηση της εξέλιξης και της ποικιλίας στη διακόσμηση της κεραμικής από τα απλούστερα και μονόχρωμα γεωμετρικά σχήματα παλαιότερα στα πιο εξεζητημένα εν συνεχεία, ως τη μορφή αλόγου με επίθετο λευκό χρώμα στο τελευταίο.
Στις υπόλοιπες προθήκες παρουσιάζονται Μυκηναϊκά αγγεία, ανάμεσά τους αρκετές υψίποδες κύλικες και χαμηλά κωνικά κύπελλα, ένας ψευδόστομος αμφορέας ένας ασκός κι ένα τρίωτο αρτόσχημο αλάβαστρο, μεγάλα κύπελα με στόμιο εκροής, καθώς και δυο ειδώλια, ένα ανθρωπόμορφο τύπου «Ψ» (με υψωμένα τα χέρια) κι ένα ζωόμορφο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα ρυτό, το σχήμα του οποίου μιμείται με ακρίβεια ασκό από δέρμα χοίρου.
Σε άλλη προθήκη της ίδιας αίθουσας παρουσιάζονται μερικά από τα πολυάριθμα πήλινα ειδώλια που βρέθηκαν στο υστεροαρχαϊκό ιερό της Κίρρας και ανάγονται κυρίως στην Αρχαϊκή και Κλασική περίοδο. Μερικά έχουν τη μορφή γυναικείας κεφαλής ή προτομής, φέρουν συχνά πόλο (ψηλό κάλυμμα της κεφαλής) και ακολουθούν κορινθιακά και παριανά πρότυπα. Μεταξύ των υπολοίπων υπερτερούν οι τύποι της ένθρονης γυναικείας θεότητας, ο τύπος της όρθιας Αρτέμιδος που κρατά ελάφι και τόξο, ή της Κόρης που κρατά πουλί και ρόδι. Περιλαμβάνονται ακόμα πλακίδια με καθιστή γυναικεία μορφή και περίτμητα πλακίδια στη μορφή σφίγγας με πόλο και Γοργούς σε «εν γούνασι δρόμο».
Ένα σπάνιο χάλκινο ελάφι αποτελούσε κατά πάσα πιθανότητα λαβή μεταλλικού αγγείου. Εκτίθενται ακόμη ομοιώματα καρπών (αχλάδι, σταφύλι) και ζώων (χοίρος, χελώνα), πλήθος μικρογραφικών κοτυλών, (λίγες μόνο από τις χιλιάδες που βρέθηκαν στο ιερό) καθώς και άλλοι τύποι μικρογραφικών αγγείων (υδρία, αμφορέας, κάνθαρος, οινοχόη, ληκύθιο). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κεφαλή Αρτέμιδος με πόλο από μικρών διαστάσεων μαρμάρινο άγαλμα που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ.
Μεταξύ των υπολοίπων ευρημάτων ξεχωρίζουν οι κορινθιακές λήκυθοι με ανθέμια του 5ου αιώνα π.Χ. (σφαιρική, κωδωνόσχημη, κυλινδρικές), οι αττικές μελανόμορφες λήκυθοι, ένας μελαμβαφής πολύμυξος λύχνος και μια οινοχόη του 5ου αιώνα π.Χ. με λεπτοδουλεμένη εγχάραξη βλαστού κισσού στον ώμο. Ωστόσο το πραγματικά ιδιαίτερο αγγείο από το ιερό είναι η κλειστή ερυθρόμορφη κύλικα που αποδίδεται στον «ζωγράφο της Καρλσρούης», χρονολογείται στα 475-450 π.Χ., και φέρει διονυσιακή σκηνή εξωτερικά και μορφή στεφανωμένου νέου που παίζει δίαυλο εκτελεσμένη με την τεχνική του λευκού βάθους στην άνω επιφάνεια.
Η αίθουσα κλείνει με τα μεταλλικά ευρήματα, ένα μυκηναϊκό ξίφος τύπου C II και μερικά εγχειρίδια, μια πόρπη με ελικοειδείς αποφύσεις και μια περόνη με δυο κεφαλές αλόγου. Στην ίδια προθήκη εκτίθενται επίσης λίθινες και οστέινες χάντρες περιδεραίων.
Στην αίθουσα Β (δεξιά της εισόδου) εκτίθενται γλυπτά από το Κάλλιο, την αρχαία λοκρική πόλη που στο μεγαλύτερο τμήμα της κάλυψαν τα νερά της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Δεσποζει άγαλμα της Περσεφόνης με χιτώνα και ιμάτιο που χρονολογείται μεταξύ 310 και 290 π.Χ. και δίπλα του αντρική γενειοφόρος κεφαλή και κορμός αγάλματος Αρτέμιδος, ρωμαϊκό αντίγραφο του τύπου των Βερσαλλιών. Εκτίθεται ακόμη ανάγλυφο ιματιοφόρου νέου από επιτύμβια στήλη.
Στην αίθουσα Γ εκτίθενται ευρήματα από την Ιτέα, τη Λίλαια, την Ποτιδάνια (Κάμπος) και το ιερό της Δήμητρας Ερώχου στο Πολύδροσο. Από την Ιτέα προέρχονται ένας κρατήρας, μια υδρία, ένας αμφορέας, ένας ψευδόστομος αμφορέας και ένα αλάβαστρο, όλα των μυκηναϊκών χρόνων, καθώς και μια οινοχόη της Γεωμετρικής περιόδου.
Από την Κρίσσα προέρχονται κυρίως μυκηναϊκά αγγεία (μια τριποδική λεκάνη, δυο τρίωτοι πιθαμφορείς κι ένα κύπελλο) καθώς και ένας αμφορέας της Μεσοελλαδικής περιόδου. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι 22 εγχάρακτοι μυκηναϊκοί σφραγιδόλιθοι με παραστάσεις ζώων, οι οποίοι θα φοριούνταν ως φυλαχτά ή χάντρες περιδεραίου ή σε περικάρπιο.
Τα ευρήματα της Λίλαιας περιλαμβάνουν ακόσμητη κεραμική (οινοχόες και κύπελο του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ.), καθώς και αρκετά χάλκινα της Γεωμετρικής και Αρχαϊκής περιόδου. Πρόκειται για ένα ταινιωτό διάδημα, ψήφους περιδεραίου σε μορφή πτηνών σε βάση και πτηνού σε εγχάρακτο δίσκο, πόρπες και περόνες με δισκοειδή κεφαλή ή κεφαλή σε σχήμα μπουμπουκιού λωτού, κρίκους και βραχιόλια. Το σύνολο συμπληρώνουν δυο χάλκινες φιάλες, λαβές από λέβητες και αρκετά χάλκινα εξαρτήματα και στοιχεία διακόσμησης ξύλινων κιβωτιδίων. Ορισμένα από αυτά είναι περίτμητα ελάσματα στο σχήμα ανθρωπίνων μορφών και ένα προσωπείο Γοργούς, όλα του 6ου αιώνα π.Χ. Περιλαμβάνεται ακόμα μια μελανόμορφη αττική κύλικα με παράσταση μαινάδας, μερικά πήλινα ειδώλια των συνηθισμένων τύπων γυναικείων προτομών και όρθιας γυναικείας μορφής, καθώς και δυο ενσφράγιστα κεραμίδια με το όνομα «Λίλαιων». Τέλος από το ιερό του ποτάμιου θεού Κηφισσού προέρχεται κεφαλή και χέρι μαρμάρινου αγάλματος κοριτσιού που χρονολογείται στον 3ο αιώνα π.Χ.
Στην προθήκη που περιλαμβάνει ευρήματα από τάφους στην αρχαία Ποτιδάνια ξεχωρίζει ένα χάλκινο κράνος αττικού τύπου με παραγναθίδες διακοσμημένες με ασπίδα που φέρει άστρο, χρονολογούμενο περί το 300 π.Χ. Στους κροτάφους έχουν προσαρμοστεί ομφάλια με εγχάρακτους ρόδακες και κάτω από αυτά αποδίδεται πλαστικά το ανάγλυφο των αυτιών. Από το ίδιο νεκροταφείο προέρχονται και απιόσχημοι πρωτοκορινθιακοί αρύβαλλοι, καθώς και λίγα χρυσά κοσμήματα του 2ου αιώνα π.Χ. (δαχτυλίδια και σκουλαρίκια).
Στη σκάλα ανόδου στον όροφο εκτίθενται σε κόγχες δυο μικρά μαρμάρινα αγάλματα του Πλούτωνα με κέρας αφθονίας και της Αφροδίτης με μικρό έρωτα. Παρουσιάζεται επίσης τμήμα επιτύμβιας στήλης με αρχαϊκή επιγραφή «Λεύκιπ(π)ος».
Στον όροφο η παρουσίαση έχει θεματική διάρθρωση περιλαμβάνοντας ευρήματα κυρίως από την πόλη της Άμφισσας, αλλά και από άλλες περιοχές όπως το Κάλλιο, η Αγία Ευθυμία και το ιερό της Δήμητρας Ερώχου.
Στην πρώτη προθήκη παρουσιάζεται ένα μικρό πήλινο άγαλμα νεαρού σατύρου που έχει αποκατασταθεί από πολλά θραύσματα. Βρέθηκε στο Κάλλιο και ανάγεται στην Ελληνιστική περίοδο. Ο σατυρίσκος φορά στεφάνι κισσού στα μαλλιά, κοντό χιτώνα και δορά στο στήθος, με το δεξί χέρι σπένδει από κύλικα ενώ με το υψωμένο αριστερό θα κρατούσε θύρσο. Είναι λίγο αδέξιο έργο περιφερειακού ή τοπικού εργαστηρίου, αλλά αποπνέει τη ζωντάνια και τη φρεσκάδα της τέχνης των προχωρημένων ελληνιστικών χρόνων.
Ακολούθως εκτίθενται ο κορμός ενός μικρού μαρμάρινου αγαλμάτιου Αφροδίτης του 3ου αιώνα π.Χ., μια αττική μελανόμορφη λήκυθος των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. και μια ξεχωριστού ενδιαφέροντος μελανόμορφη βοιωτική τριφυλλόστομη οινοχόη του τέλους του 6ου αιώνα π.Χ. Απεικονίζει γονυπετή σάτυρο να συνδαυλίζει τη φωτιά σε βωμό.
Εν συνεχεία παρουσιάζονται στοιχεία για τα κτήρια και την αρχιτεκτονική. Μια παραλλαγή κορινθιακού κιονόκρανου ανάγεται στο τέλος της Ελληνιστικής ή τις αρχές της Ρωμαϊκής περιόδου, και δίπλα του ένα πολύ απλουστευμένο ή ημιτελές κιονόκρανο από γκρίζο πωρόλιθο χρονολογείται από τον 4ο αιώνα μ.Χ. Σε διπλανή προθήκη εκτίθενται μεγάλες χάλκινες ασπιδόμορφες εφηλίδες (καλύμματα της κεφαλής του καρφιού) καθώς και αρκετά σιδερένια και χάλκινα καρφιά από πόρτες. Πήλινοι αγωγοί ύδρευσης εντοπίστηκαν σε διάφορα σημεία της πόλης της Άμφισσας και δυο τμήματά τους παρουσιάζονται στην έκθεση. Σχετικά με την επίπλωση των οικιών είναι τα ευρήματα της επόμενης προθήκης και περιλαμβάνουν οστέινα και μεταλλικά θραύσματα από διάκοσμο επίπλων και σκευών. Ξεχωρίζει μια χάλκινη πυξίδα σε μορφή μικρογραφικής λάρνακας (κιβωτίδιο) και ένα οστέινο ανάγλυφο με μυθολογική παράσταση.
Για το φωτισμό χρησιμοποιούνταν πήλινοι λύχνοι, όπως αυτοί της Ρωμαϊκής εποχής που εκτίθενται και φέρουν την υπογραφή των κεραμέων τους: «Αλέξανδρος» και «Επαγάθου». Από τους υπόλοιπους οι μελαμβαφείς στο πάνω ράφι ανήκουν στην Κλασική εποχή (ένας τρίμυξος με στέλεχος και δακτύλιο ανάρτησης), αυτοί σε ποδίσκο και ο γκρίζος αριστερά ανάγονται στους Ελληνιστικούς χρόνους, ενώ οι υπόλοιποι είναι της Ρωμαϊκής και Παλαιοχριστιανικής περιόδου. Στην προθήκη με τη χρηστική κεραμική συναντούμε μια άβαφη και μια μελαμβαφή οινοχόη, μια μεγάλη χύτρα με πώμα, έναν εμπορικό αμφορέα, ένα λάγηνο και αρκετά πινάκια.
Η επόμενη προθήκη σχετίζεται με την διατροφή, την οποία εικονογραφεί με τριπτήρα σιτηρών, θαλάσσια όστρεα, ειδώλια ζώων και πτηνών (χοίρος, αγελάδα, κριός, πετεινός), το διατηρημένο κέλυφος ενός αβγού και ένα σπάνιο μολύβδινο ομοίωμα σχάρας ή πιατέλας με ψάρια.
Ο κόσμος των ανδρών κυριαρχούνταν από τον πόλεμο και την ειρηνική συμβολική του έκφραση, τον αθλητισμό. Σε μια προθήκη παρουσιάζονται σιδερένια ξίφη και αιχμές δοράτων της Κλασικής περιόδου από την Αγία Ευθυμία και ένα εγχειρίδιο από την Άμφισσα. Μια μελανόμορφη κύλικα φέρει παράσταση μάχης ενώ σε μια μελανόμορφη όλπη παρουσιάζεται η στιγμή που ο πολεμιστής φορά την περικνημίδα του, και οι δυο της ύστερης Αρχαϊκής περιόδου. Πολεμιστές απεικονίζονται και σε κορινθιακούς αρυβάλλους, τα αγγεία που περιείχαν λάδι για να αλείφονται οι αθλητές και εν συνεχεία να καθαρίζουν το σώμα τους με στλεγγίδες, όπως αυτές που περιλαμβάνονται στην έκθεση.
Αντίθετα οι ασχολίες των γυναικών είχαν να κάνουν με τις οικιακές ανάγκες, όπως τις εικονογραφούν τα ειδώλια υδριαφόρων της επόμενης προθήκης καθώς και τα σύνεργα για το γνέσιμο του μαλλιού (αδράχτια), το τύλιγμα του νήματος (πηνία – κουβαρίστρες) και την ύφανση (αγνύθες – υφαντικά βάρη). Δυο από τις αγνύθες της έκθεσης είναι διακοσμημένες με ρόδακα και άστρο. Μέρος του γυναικείου κόσμου ήταν και το ανέμελο παιχνίδι με πεσσούς (κότσια), στο οποίο φαίνεται πως επιδιδόταν και το γονικλινές γυναικείο ειδώλιο της έκθεσης. Για τον καλλωπισμό τους οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν μεταλλικούς καθρέφτες (το πήλινο ομοίωμα καθρέφτη είναι πιθανόν συμβολικό κτέρισμα τάφου) και ψιμύθια (πούδρες) που αναμείγνυαν μέσα σε θαλάσσια όστρεα, ενώ οι χάλκινες και οστέινες περόνες και οι χάλκινες πόρπες είχαν τόσο λειτουργική χρήση για τη συγκράτηση των ενδυμάτων, όσο και διακοσμητική. Τον καλλωπισμό τους συμπλήρωναν διάφορα κοσμήματα, όπως οι χάλκινες χάντρες της έκθεσης, που φυλάσσονταν σε πήλινες ή ξύλινες πυξίδες.
Οι ακόλουθες προθήκες περιλαμβάνουν κοσμήματα και ειδώλια που απεικονίζουν όλα τα πιθανά είδη ένδυσης και κόμμωσης των γυναικών. Από τα κοσμήματα ξεχωρίζουν οι μεγάλες περόνες με δισκόμορφη κεφαλή, οι οκτώσχημες σπειροειδείς και οι τοξοτές πόρπες, καθώς και οι βοιωτικές πόρπες με τετράγωνο, συχνά διακοσμημένο με εγχάραξη, πλακίδιο ανάρτησης. Ανήκουν όλες στον 8ου αιώνα π.Χ. Περιλαμβάνονται ακόμα χάλκινες χάντρες και περίαπτα περιδεραίων σε μορφή καρπού ή πτηνού της ίδιας εποχής.
Τα ειδώλια απεικονίζουν γυναίκες με πέπλο (επάνω αριστερά), με χιτώνα ή με χιτώνα και ιμάτιο. Μια τους μάλιστα κρατά ψάθινη βεντάλια (ριπίδιο, επάνω δεξιά). Σε κάποιες περιπτώσεις το απόπτυγμα του πέπλου καλύπτει το κεφάλι σαν μαντήλα (μεσαίο ράφι αριστερά). Στο κατώτερο ράφι παρουσιάζεται μικρή επιλογή από τα πάνω από 800 κεφαλάκια ειδωλίων του 3ου και 2ου αιώνα π.Χ. που βρέθηκαν στην Παιδική Χαρά της Άμφισσας, με αντιπροσωπευτικές κομμώσεις. Η περισσότερο δημοφιλής ήταν η λεγόμενη «πεπονοειδής» κόμμωση που καταλήγει στο πίσω μέρος του κεφαλιού σε μικρό ή πλατύ κότσο (κρώβυλο). Για τη συγκράτηση και το στολισμό των μαλλιών χρησιμοποιούνταν κατά τους Γεωμετρικούς χρόνους χάλκινοι και χρυσοί σφηκωτήρες (δακτυλιόσχημες σπείρες μετάλλου). Από τα υπόλοιπα κοσμήματα διακρίνουμε χάλκινα δαχτυλίδια και χρυσά σκουλαρίκια (ένα ζεύγος με μορφές Ερωτιδέων), ενώ ένα χρυσό δαχτυλίδι και ένα χρυσό μηνοειδές περίαπτο που διακοσμούνται με κόκκινο γρανάτη ανήκουν στον 2ο αιώνα π.Χ. Στην ίδια εποχή ανήκει και το χρυσό στεφάνι από λογχόσχημα τρίλοβα φύλλα.
Η επόμενη προθήκη εικονογραφεί τον κόσμο του παιδιού με τα συνηθισμένα παιχνίδια που ήταν ειδώλια ζώων και πτηνών, μια αρθρωτή πλαγγόνα (κούκλα), αγγεία για θηλασμό (μπιμπερό) και ένα ληκύθιο με παράσταση μικρού παιδιού που μπουσουλάει.
Ακολούθως παρουσιάζονται θέματα λατρείας, με κέρνους, χαρακτηριστικά αγγεία προσφορών, ειδώλιο γυναίκας που ετοιμάζεται για σπονδή, και δυο μεγάλες χάλκινες σπονδικές φιάλες των Αρχαϊκών χρόνων. Εκείνη στα δεξιά φέρει φυλλωτό κόσμημα και ανήκει στον λεγόμενο τύπο του «κάλυκα άνθους». Με τη διονυσιακή λατρεία είναι συνδεδεμένα και τα θεατρικά δρώμενα, στα οποία χρησιμοποιούνταν τραγικές και κωμικές μάσκες όπως αυτές που απεικονίζουν τα μικρογραφικά πήλινα ομοιώματα της επόμενης προθήκης. Στην ίδια θεματική υπάγονται και τα ειδώλια ηθοποιών και χορευτριών της Ελληνιστικής περιόδου, καθώς και το τμήμα ενός οστέινου αυλού και το μολύβδινο έλασμα με παράσταση Απόλλωνα Κιθαρωδού.
Η δημόσια ζωή αντιπροσωπεύεται από τα εξαιρετικού ενδιαφέροντος πήλινα σφραγίσματα εγγράφων που βρέθηκαν στο αρχείο του Καλλίου και οι παραστάσεις τους είναι συχνά δανεισμένες από γνωστούς νομισματικούς τύπους. Δυο θραύσματα κεράμων φέρουν ενσφράγιστο το όνομα του Λυσίπονος, βουλάρχη των Λοκρών κατά τον 2ο αιώνα π.Χ.
Ένα σύνολο ρωμαϊκών χάλκινων ιατρικών εργαλείων από την Άμφισσα περιλαμβάνει νυστέρια, λαβίδες και μικρά κοχλυάρια για ακριβείς δοσολογίες ισχυρών φαρμάκων που φυλάσσονταν σε πυξίδες και γυάλινα μυροδοχεία. Την ίδια θεματική προσεγγίζει και η επόμενη προθήκη με οστέινα εργαλεία, σκελετικά ευρήματα νοσούντων και ειδώλια επιτόκων γυναικών και ενός Τελεσφόρου, παιδικής θεότητας με καλυμμένο το κεφάλι που συνδεόταν με τον επιτυχή τοκετό.
Η προθήκη του κεραμικού εργαστηρίου παρουσιάζει διάφορους τύπους επεξεργασίας της επιφάνειας των αγγείων με εισηγμένα και ντόπια παραδείγματα. Εκτίθενται μελαμβαφή, μελανόχρωμα και ερυθροβαφή αγγεία, με γραπτή, ανάγλυφη ή έκτυπη διακόσμιση, ένας λύχνος με την υπογραφή του κεραμέα Νεικάνδρου, ένα κεραμιδί με αποτύπωμα πατούσας σκύλου, αποτυχημένα στο ψήσιμο αγγεία, καθώς και ειδώλια με μεγάλα ανοίγματα στην πίσω πλευρά για να μη σκάσουν στο ψήσιμο. Τα αγγεία αρκετές φορές επιδιορθώνονταν όταν έσπαγαν με μολύβδινους συνδέσμους όπως αυτοί που εκτίθενται στην ίδια προθήκη.
Η ακόλουθη προθήκη παρουσιάζει τύπους αγγείων διαφόρων τεχνικών και εποχών, ανάμεσά τους προϊστορικά, γεωμετρικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά κύπελλα, μελαμβαφείς κανθάρους με ανάγλυφες ραβδώσεις και με διακόσμιση επίθετου πηλού στην μορφή βλαστόσπειρας, οινοχόες με κάθετε ραβδώσεις της Κλασικής περιόδου, άλλες με οριζόντιες γραμμές της Γεωμετρικής περιόδου, άβαφους αμφορείς και μελαμβαφείς πελίκες, ανάγλυφους μεγαρικούς σκύφους του 2ου αιώνα π.Χ., έναν εμπορικό αμφορέα, επίσης του 2ου αιώνα π.Χ., από τη θάλασσα, έναν άλλο του τύπου «Forlimpopoli» της Ρωμαϊκής περιόδου και μια άβαφη υδρία των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ένας μελαμβαφής διπλός ασκός με εγχάρακτο διάκοσμο του 3ου αιώνα π.Χ. Συχνά αποκαλείται «οξύγαρον» και το εσωτερικό του διαιρείται σε δυο χώρους για λάδι και ξύδι που έτρεχαν από τις διαμετρικά αντίθετα τοποθετημένες εκροές. Ένας άλλος φακόσχημος ασκός, επίσης της Ελληνιστικής περιόδου, πιθανόν να είχε χρήση θερμοφόρας.
Τα χάλκινα αγγεία είναι περιορισμένα σε αριθμό και περιλαμβάνουν ένα απιόσχημο απορραντήριο και μια τριφυλλόστομη οινοχόη με λαβή σε μορφή βλαστού ακάνθου του τέλους του 4ου αιώνα π.Χ., μια βαθιά ακόσμητη φιάλη, κι έναν ψηλό αρύβαλλο του 1ου αιώνα π.Χ. ή του 1ου αιώνα μ.Χ. Με τη μεταλλοτεχνία συνδέονται και ένα κορινθιακού τύπου κράνος του 6ου αιώνα π.Χ. από την Αγία Ευθυμία και μικρά θραύσματα χάλκινων αγαλμάτων του 4ου αιώνα π.Χ. από το ιερό της Δήμητρας Ερώχου. Τέλος αξίζει να σημειώσουμε τον μεγάλο αριθμό χάλκινων κρίκων της Γεωμετρικής περιόδου από το ίδιο ιερό, οι οποίοι αποτελούσαν προφανώς μια προκερματική μορφή νομίσματος.
Η νομισματική συλλογή εκτίθεται σε χωριστή αίθουσα με εκπαιδευτικό χαρακτήρα για την ιστορία του νομίσματος. Περιλαμβάνει νομισματικούς θησαυρούς από τη Φωκίδα, μεμονωμένα νομίσματα από διάφορες θέσεις και ολόκληρη τη νομισματική συλλογή που δώρισε στο μουσείο ο Αμφισσαίος συλλέκτης Δρόσος Κραβαρτόγιαννος.