Στην αίθουσα αυτή ο επισκέπτης του μουσείο θαυμάζει ένα εξαίρετο έργο μικροπλαστικής το ειδώλιο γυμνής ανδρικής μορφής ύψους 19,7 εκ που βρέθηκε στο ιερό των Δελφών και χρονολογείται την περίοδο 630-620 π.Χ. Έχει τα χαρακτηριστικά του λεγόμενου «δαιδαλικού» ρυθμού, όπως καθιερώθηκε να ονομάζεται η αυγή της αρχαϊκής εποχής, η οποία συνδυάζει τη στατικότητα και την αυστηρή μετωπικότητα που επικράτησε έως και τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. ιδωμένα όμως υπό το φως μίας νέας εποχής που επιδιώκει την πλαστικότητα και επιχειρεί να περιγράψει τα ατομικά χαρακτηριστικά.
Ο τονισμένος κάθετος άξονας με τα ψιλόλιγνα άκρα, το τριγωνικό προσώπο, μεστό ζωής που επιστέφεται από την αιγυπτιάζουσα «οροφωτή φενάκη» με τα οριζόντια χωρίσματα, το ελαφρά προτεταμένο αριστερό πόδι, τα σφιγμένα χέρια σε γροθιές πλάι στους μηρούς και η στενή μέση την οποία περισφίγγει μεταλλικός ζωστήρας στη μνήμη τα πρώτα λίθινα αγάλματα ανδρικών μορφών του τέλους του 7ου και τον αρχών του 6ου αιώνα από τη Δήλο και τη Νάξο, αλλά και προαναγγέλουν τους μνημειακούς κούρους, όπως τους δελφικούς Κλέοβι και Βίτωνα.
Έργο κρητικού εργαστηρίου, όπως έχει ερμηνευτεί από την έρευνα, θα ήταν πολύτιμο ανάθημα προς τον Απόλλωνα από έναν εύπορο προσκυνητή στο ιερό των Δελφών. Το γεγονός ότι έχει χυτευθεί μαζί με τη βάση το καθιστά αυτόνομο ανάθημα. Παράλληλα αποτελεί απτή μαρτυρία της σχέσης της Κρήτης με τους Δελφούς, κατά τους πρώιμους χρόνους, όπως αυτή αποδίδεται στον Ομηρικό Ύμνο στον Απόλλωνα οπού οι πρώτοι ιερείς του μαντείου είναι κρήτες ναυτικοί “ἐν δ’ ἄνδρες ἔσαν πολέες τε καὶ ἐσθλοί,
Κρῆτες ἀπὸ Κνωσοῦ Μινωΐου” (392-393) και στον Πίνδαρο, ο οποίος αναφέρεται σε ανδριάντα που είχαν στήσει κρήτες τοξοφόροι στο τέμενος του θεού (Πυθιόνικος, 5, 39 -49).