Περίληψη
Το στάδιο των Δελφών, στο υψηλότερο σημείο του χώρου, θα πρέπει να διαμορφώθηκε στο β’ μισό του 4ου αι. π.Χ. ή και αργότερα, μετά την απόκρουση των Γαλατών. Είχε μήκος περίπου 178 μέτρα και εκατέρωθεν ορθώνονταν έδρανα για τους θεατές, τα οποία αρχικά θα ήταν από πατημένο χώμα, αργότερα ωστόσο έγιναν λίθινα και πιθανόν μαρμάρινα κατά τη ρωμαϊκή περίοδο με χορηγία του Ηρώδη Αττικού, σύμφωνα με τον Παυσανία. Οι δύο σειρές εδράνων συναντώνταν στην ημικυκλική σφενδόνη με 4 κερκίδες.
Περιγραφή
Το Στάδιο των Δελφών είναι κτισμένο στο ψηλότερο σημείο του χώρου, επάνω από το Θέατρο, ανάμεσα στις Φαιδριάδες και το λόφο του Αγίου Ηλία, στα βορειοδυτικά του ιερού του Απόλλωνα. Από επιγραφές είναι γνωστό ότι ονομαζόταν το πυθικόν στάδιον. Η βόρεια πλευρά του εδράζεται πάνω στην πλαγιά, εκμεταλλευόμενη τη φυσική κλίση του εδάφους. Οι κερκίδες της νότιας πλευράς στηρίζονται σε αναλημματικό τοίχο. Φαίνεται ότι, από την εποχή οικοδόμησής του και εξής, που τοποθετείται στο β’ μισό του 4ου ή στο α’ μισό του 3ου αι. π.Χ., άρχισαν να λαμβάνουν χώρα εκεί οι “γυμνικοί” αγώνες, δηλαδή τα αθλήματα στίβου, ενώ ίσως τελούνταν και μουσικές εκδηλώσεις, σύμφωνα με επιγραφή του 2ου αιώνα π.Χ. που αναφέρει την εκτέλεση ύμνου “για τον θεό και τους Έλληνες” από τον Σάτυρο τον Σάμιο με συνοδεία κιθάρας. Στη θέση έχουν βρεθεί λείψανα οικοδομημάτων του 6ου αι. π.Χ., καθώς και κρήνες.
Φθάνοντας κανείς στο στάδιο, στο ανατολικό άκρο του αναλημματικού του τοίχου διακρίνει μια επιγραφή, η οποία απαγορεύει να βγάζει κανείς εκτός του κτιρίου το κρασί που προοριζόταν για θυσίες. Η ερμηνεία της επιγραφής είναι κάπως αμφιλεγόμενη, ενώ δεν είναι βέβαιο ότι η αρχική της θέση ήταν στο σημείο αυτό.
Το στάδιο των Δελφών, που είναι το καλύτερα σωζόμενο οικοδόμημα του είδους στην Ελλάδα, παρουσιάζει τουλάχιστον τέσσερις φάσεις διαμόρφωσης. Η πρώτη τοποθετείται χρονικά στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ή και λίγο μετά την απόκρουση του Γαλατικού κινδύνου, περί το 275 π.Χ., όταν δηλαδή άρχισαν να εορτάζονται τα Σωτήρια. Μέχρι τότε οι αγώνες δρόμου και οι ιπποδρομίες φαίνεται πως λάμβαναν χώρα σε άλλο σημείο, ίσως στην πεδιάδα κάτω από τους Δελφούς, ενώ στην περιοχή αυτή υπήρχαν βιοτεχνικού χαρακτήρα κτίρια. Στην πρώτη φάση του θα πρέπει να επέτρεπε μέχρι 20 αθλητές να διαγωνιστούν ταυτόχρονα σε αντίστοιχες διαδρομές. Στη δεύτερη φάση του όμως, η οποία χρονολογείται επίσης πριν τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ. ο αριθμός των διαδρομών μειώθηκε σε 17. Και στις δύο περιπτώσεις οι αφέσεις είναι λίθινες, μαρμάρινες στην αρχή, από ασβεστόλιθο στη συνέχεια. Περί το 100 π.Χ. προστέθηκαν οι κερκίδες για τους θεατές στη νότια πλευρα. Τέλος, η μορφή που βλέπουμε σήμερα και που αντιστοιχεί στην τέταρτη κατά σειρά φάση του σταδίου, περιλάμβανε επένδυση των εδωλίων των θεατών με πέτρα. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι Ηρώδης ο Αττικός επένδυσε με μάρμαρο τα εδώλια, αλλά αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι ασβεστόλιθος. Φαίνεται λοιπόν πως έγινε μια απόπειρα για μαρμαροθέτηση, αλλά δεν ολοκληρώθηκε λόγω του θανάτου του μεγάλου μαικήνα των τεχνών.
Αρχικά το στάδιο είχε μήκος 178,35 μ., που αντιστοιχούσε σε έναν πυθικό στάδιο, ενώ το πλάτος του στην ανατολική απόληξη είναι 25,25 μέτρα, στη δυτική 25,65 μέτρα και στο κέντρο 28,5 μέτρα. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ο στίβος ανυψώθηκε και το μήκος του μειώθηκε στα 177, 414 μ. Τα έδρανα των θεατών διαμορφώνονται κατά μήκος των μακρών πλευρών και συναντώνται στην ημικυκλική σφενδόνη. Δεν φτάνουν όμως ως το επίπεδο των αθλητών, την κονίστρα, παρά στηρίζονται επάνω σε κρηπίδα ύψους 1,30 μ. Στη βόρεια πλευρά σώζονται 12 σειρές καθισμάτων που χωρίζονται από κλίμακες σε 12 κερκίδες. Ο υψηλότερος διάδρομος προστατεύεται από ξερολιθιά κυρίως κατά της πτώσης λίθων. Στα δυτικά βρίσκεται η σφενδόνη με έξι σειρές καθισμάτων, που χωρίζονται από κλίμακες σε 4 κερκίδες. Στη νότια πλευρά, ο αναλημματικός τοίχος και οι κερκίδες που στήριζε έχουν υποχωρήσει, θα πρέπει όμως να αντιστοιχούσαν προς αυτά της βόρειας πλευράς. Συνολικά, το στάδιο χωρούσε περίπου 6.500 θεατές. Στην ανατολική πλευρά σώζεται σχεδόν ακέραιη η άφεσις, με δύο σειρές πλακών με εγκοπές για τα πόδια των δρομέων και με ορθογώνιες κοιλότητες για τη στήριξη της ύσπληγγος. Στα ανατολικά της αφέσεως έχουν βρεθεί τέσσερις πεσσοί που στήριζαν μνημειακή τοξωτή είσοδο.
Το στάδιο εγκαταλείφθηκε το 394 μ.Χ. Ο Κυριακός ο Αγκωνίτης γράφει ότι, όταν επισκέφθηκε τους Δελφούς, κατά το 1438, το στάδιο ήταν σχεδόν άθικτο. Ωστόσο με τα χρόνια σκεπάστηκε με χώμα και χρησιμοποιήθηκε ως βοσκοτόπι, με αποτέλεσμα ο Leake να γράφει ότι κατά τη δική του επίσκεψη μόνο το ανώτερο έδρανο ήταν ορατό.