Η Ιστορία των Δελφών
Οι Δελφοί δεν επιλέχθηκαν τυχαία στην αρχαιότητα για την ανοικοδόμηση του ναού και μαντείου του Απόλλωνα και τον χαρακτηρισμό τους ως “ομφαλό της γης”. Η τοποθεσία παρουσιάζει μια εξαιρετική δυναμική, με έντονη ενεργειακή φόρτιση, οχυρή θέση σε συνδυασμό με μοναδική θέα στον κόλπο της Ιτέας, πλούσια βλάστηση, πηγές και κομβική γεωγραφική τοποθέτηση.
Στην περιοχή ενδέχεται να προϋπήρχε ιερό αφιερωμένο στη Γη, η ύπαρξη του οποίου δικαιολογούνταν από χάσματα του εδάφους από τα οποία εκλύονταν αέρια, η επαφή με τα οποία δημιουργούσε κατάσταση έκστασης στους παριστάμενους. Σύμφωνα με τη μυθολογία το πανάρχαιο αυτό μαντείο φυλούσε ένα τεράστιο ερπετό, ο Πύθων. Ο θεός Απόλλων κατόρθωσε και σκότωσε το χθόνιο αυτό τέρας, και στη συνέχεια το μαντείο πέρασε στη δική του δικαιοδοσία. Πάντως, δεν αποκλείεται η “προϊστορία” αυτή του τόπου ως ιερού να αποτελεί μεταγενέστερο μυθολογικό κατασκεύασμα.
Στην Ιλιάδα το μαντείο αναφέρεται ήδη ως πλούσιο και ισχυρό. Στη μεγαλύτερη ακμή του φαίνεται ότι έφτασε το μαντείο στα τέλη της αρχαϊκής και την αρχή της κλασικής περιόδου, όταν ανοικοδομήθηκε ο ναός του Απόλλωνα που στέγασε και το μαντείο και το χρησμογραφείο, αλλά και οι περισσότεροι από τους “θησαυρούς” ελληνικών πόλεων, όπου φυλάσσονταν ιερά αναθήματα, πολύτιμα είτε ως τεχνουργήματα ή λόγω της αξίας τους για τη συλλογική μνήμη των πολιτών (αναμνηστικά μαχών κλπ). Το μαντείο συνδέθηκε με δύο σημαντικές πτυχές της ελληνικής ιστορίας: τον αποικισμό και την Αμφικτυονία. Σύμφωνα με την παράδοση, οι ελληνικές πόλεις απευθύνονταν στο μαντείο των Δελφών για να τους υποδείξει πού να κτίσουν τις αποικίες τους. Από την άλλη μεριά, μετά τον Α’ Ιερό Πόλεμο οι Δελφοί έγιναν έδρα της Αμφικτυονίας, της συνομοσπονδίας δηλαδή της Κεντρικής Ελλάδας, γεγονός που σφράγισε τη μετέπειτα ιστορία τους. Την ίδια εποχή καθιερώθηκαν και τα Πύθια ως πανελλήνιοι ιεροί αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του Πυθίου Απόλλωνα, αποκτώντας αίγλη ισάξια με αυτή των Ολυμπιακών.
Δεν είναι λοιπόν τυχαία η εξέλιξη των Δελφών εντός του αρχαίου κόσμου, δεν είναι όμως, συνεπώς, και τυχαία η ανακήρυξη του σημερινού αρχαιολογικού χώρου σε μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ανάδειξη του ενιαίου αρχιτεκτονικού συνόλου μέσα από συστηματικές ανασκαφές στα τέλη του 19ου και κυρίως στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, οι κίνδυνοι που διατρέχει λόγω της κατωφέρειας του εδάφους και της διαρκούς ολίσθησης, αλλά κυρίως η σημασία των Δελφών ως μαντείου, κέντρου πολιτικών και πολιτιστικών εξελίξεων, πανελλήνιου ιερού και σημείου διοργάνωσης πανελλήνιων αγώνων έκαναν επιτακτική τη διάσωση όχι μόνο της ιστορίας και των αρχαιολογικών μνημείων, αλλά και των αξιών που αναδείχθηκαν μέσα από το χώρο. Οι σημαντικότερες από τις αξίες αυτές συνοψίζονται στα λεγόμενα Δελφικά παραγγέλματα, που ήταν χαραγμένα στον πρόναο του ιερού, και που αναδείχθηκαν σε σύμβολα της ελληνικής σκέψης, φτάνοντας, κατά την ελληνιστική περίοδο, ως τα απώτατα σημεία εξάπλωσης του ελληνισμού.
Διαβάστε επίσης: Οι γραπτές πηγές και οι παραλλαγές του ιδρυτικού μύθου του Ιερού των Δελφών και Η ιστορική εξέλιξη του μαντείου των Δελφών
Η λατρεία του Απόλλωνα
Ο Απόλλων ήταν ο θεός που συμβόλιζε το φως, την αναγέννηση και προστάτευε τις τέχνες και τις υψηλότερες εκφάνσεις του πνεύματος.
Οι ιδιότητες του Απόλλωνα
Υπάρχουν πολλές μυθολογικές εκδοχές για τη γέννηση και τη δράση του θεού. Ο Απόλλων γεννήθηκε την 7η μέρα του μηνός Βυσίου, του πρώτου μήνα της άνοιξης. Βρέφος ακόμη, αναγκάστηκε να τοξεύσει και να σκοτώσει τον Πύθωνα, τον δράκοντα που συμβόλιζε τις χθόνιες δυνάμεις. Σύμφωνα με άλλες μυθολογικές παραδόσεις, ο Απόλλων σκότωσε τον δράκοντα στα Τέμπη ή στην Κρήτη και, για να καθαρθεί από την πράξη του, αυτοεξορίστηκε στη χώρα των Υπερβορείων. Στην Αττική, η επάνοδος από τους Υπερβορείους και η αναγέννηση που ακολούθησε εορτάζονταν την 6η και 7η μέρα του μήνα Θαργηλιώνος με θρήνους τη μια μέρα και με χαρμόσυνους παιάνες την επομένη. Η σχέση του Απόλλωνα με τον κάτω κόσμο και η κυριαρχική θέση του στο αέναο παιχνίδι του θανάτου και της αναγέννησης συμβολίζεται με τη δοξασία ότι στον τρίποδα των Δελφών είχαν ενταφιαστεί τα λείψανα του Πύθωνα ή, κατά τους Ορφικούς, του διαμελισμένου από τους Τιτάνες Διονύσου.
Το σημαντικότερο στοιχείο της λατρείας του Απόλλωνα, που απορρέει ακριβώς από αυτήν τη σχέση του με τον κάτω κόσμο και με την επικράτηση επ’ αυτού, είναι η μαντική τέχνη. Σύμφωνα με τη “θεολογία” που αναπτύχθηκε στη δελφική λατρεία, κατά την ώρα της χρησμοδοσίας ο Απόλλωνας ενσαρκωνόταν μέσω της Πυθίας. Σε προέκταση της ιδιότητάς του αυτής, ο Απόλλωνας γίνεται ρυθμιστής της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Δεν είναι τυχαίο ότι οι πρώτες καταγραφές νομοθεσίας γίνονται στους τοίχους ναών του θεού αυτού.
Η γνωστότερη ιδιότητα του Απόλλωνα ήταν αυτή του μουσικού. Εικαστικά, αλλά και μυθολογικά, ο Απόλλων είναι λυρωδός ή κιθαρωδός. Ηαπεικόνισή του με την ιδιότητα αυτή είναι αρκετά πρώιμη, όπως προκύπτει από το βοιωτικό αγαλματίδιο του θεού από τις Θεσπιές. Με επίκεντρο τη μουσική αναπτύσσεται ένας ακόμη μύθος, που αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τους μετέπειτα εικαστικούς καλλιτέχνες, αυτός του διαγωνισμού με τον σάτυρο Μαρσύα, o οποίος τόλμησε να προκαλέσει τον θεό λέγοντας ότι ο αυλός ήταν όργανο ανώτερο από τη λύρα. Ο Απόλλωνας εξοργίστηκε, καθώς παραλίγο να χάσει τον διαγωνισμό, και τιμώρησε σκληρά τον Μαρσύα δένοντάς στον σε ένα δέντρο και γδέρνοντάς τον ζωντανό. Στον μύθο του Μαρσύα, όμως, διακρίνεται και ένα βασικό στοιχείο που διέπει όχι μόνο τη λατρεία αλλά και τη μετέπειτα φιλοσοφική θέαση: η διαφοροποίηση μεταξύ του απολλώνιου στοιχείου, που συμβολίζει το φως, την καθαρότητα του πνεύματος, τα υψηλά ιδεώδη, και του διονυσιακού στοιχείου, που συμβολίζει τον κόσμο των παθών και την παράφορη έκσταση. Η διάκριση αυτή θα υιοθετηθεί από τη μεταγενέστερη ευρωπαϊκή σκέψη, με αποκορύφωμα τη φιλοσοφία του Νίτσε.
Ιερά του Απόλλωνα
Οι απαρχές της λατρείας του Απόλλωνα είναι δυνατόν να τεκμηριωθούν αρχαιολογικά στην περίοδο μεταξύ των ετών 1000-800 π.Χ. Στους Δελφούς η ύπαρξη του χώρου ως κέντρου λατρείας τεκμηριώνεται από το 860 π.Χ. και αναπτύσσεται καθ’ όλη τη διάρκεια του 8ου αι. π.Χ. Άλλα σημαντικά ιερά του Απόλλωνα βρίσκονται στη Δήλο, τόπο γέννησης του θεού και της δίδυμης αδελφής του, της Άρτεμης, στη Φιγάλεια, όπου βρίσκεται ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα, αλλά και στα Δίδυμα, πόλη-ιερό κοντά στη Μίλητο, στην Κλάρο και στην Κολοφώνα και στα λιγότερο γνωστά, πλην πολύ πρώιμα (9ου αι. π.Χ.) ιερά στα Ύρια της Νάξου και στην Επίδαυρο. Η λατρεία του Απόλλωνα διαδόθηκε πολύ νωρίς και στη Ρώμη: με αφετηρία το μαντείο και το ιερό στην Κύμη της Μικράς Ασίας, η λατρεία εισήχθη στη Ρώμη το 431 π.Χ., προκειμένου να προστατεύσει τους Ρωμαίους από μια επιδημία. Ίσως ήταν η πρώτη ελληνική θεότητα που εντάχθηκε στο ρωμαϊκό πάνθεον.
Ιερατείο και τελετές
Σε καθεμιά από τις παραπάνω περιοχές, το τυπικό και το τελετουργικό μέρος της λατρείας ήταν, φυσικά, διαφορετικό. Τα στοιχεία της λατρείας του όμως στους Δελφούς είναι τα πιο σημαντικά. Από τα αρχαιολογικά και επιγραφικά δεδομένα συνάγουμε ότι οι ιερείς του θεού ήταν δύο, ίσως και τρεις στον 1ο αι. π.Χ., και το αξίωμά τους ισόβιο. Η διαδοχή των ιερέων καθόριζε και το δελφικό ημερολόγιο. Ισόβιο ήταν και το αξίωμα του νεοκόρου, του οποίου οι αρμοδιότητες δεν είναι πλήρως γνωστές, θα πρέπει όμως να ήταν ένα είδος επιμελητή του ναού. Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι ήταν παρών σε όλες τις πράξεις απελευθέρωσης δούλων, όπως προκύπτει από τις απελευθερωτικές επιγραφές. Ο Πλούταρχος, ιερέας ο ίδιος επί μακρόν στους Δελφούς, μιλάει για τους Οσίους, ένα συμβούλιο απαρτιζόμενο από πέντε άνδρες με επικεφαλής τον «πρέσβυ των οσίων». Αυτοί ήταν παρόντες σε διάφορες τελετουργίες, θα πρέπει όμως να είχαν και κάποιον ρόλο στη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων του ιερού. Διαχειριστικά καθήκοντα είχαν επίσης οι προστάται και οι επιμεληταί, οι οποίοι αναλάμβαναν διάφορα πρακτικού χαρακτήρα καθήκοντα κατά τις διάφορες εορταστικές εκδηλώσεις.
Το Μαντείο
Η ίδρυση του Ιερού των Δελφών
Σύμφωνα με τον μύθο, ο Δίας αποφάσισε να ιδρύσει ιερό στο κέντρο του κόσμου και, προκειμένου να βρει την κατάλληλη θέση, άφησε να πετάξουν δύο αετοί, ο πρώτος προς την Ανατολή και ο δεύτερος προς τη Δύση. Οι δυο αετοί συναντήθηκαν επάνω από τους Δελφούς, υποδεικνύοντας ότι εδώ βρίσκεται το κέντρο του κόσμου, ο ομφαλός της γης.
Γεωγραφικά, οι Δελφοί βρίσκονται στην καρδιά της κεντρικής Ελλάδας, ενώ η παρακείμενη κοιλάδα του μικρού ποταμού Πλειστού αποτελεί το φυσικό πέρασμα από την ανατολική στη δυτική Ελλάδα. Παράλληλα, τοπογραφικές μελέτες έδειξαν ότι ο δρόμος που ξεκινούσε από το λιμάνι της κοιλάδας του Πλειστού, την Κίρρα, και περνούσε μέσω Άμφισσας από τη Γραβιά και την περιοχή της Οίτης, ένωνε από τα μυκηναϊκά χρόνια (1500-1100 π.Χ.) τον Κρισαίο με τον Μαλιακό κόλπο και τη Θεσσαλία.
Οι Δελφοί κτίστηκαν επάνω στα ερείπια μυκηναϊκού οικισμού. Σύμφωνα με την παράδοση αρχικά υπήρχε ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γης, φύλακας του οποίου ήταν ο φοβερός δράκοντας Πύθων. Ο Απόλλωνας σκότωσε τον Πύθωνα και ίδρυσε το δικό του ιερό, στο οποίο τοποθέτησε ως ιερείς Κρήτες∙ οι τελευταίοι έφθασαν στην Κίρρα, το επίνειο των Δελφών, ακολουθώντας τον θεό που είχε μεταμορφωθεί σε δελφίνι. Ο μύθος αυτός επιβίωσε σε εορταστικές αναπαραστάσεις που γίνονταν στους Δελφούς, τα Σεπτήρια, τα Δελφίνια, τα Θαργήλεια, τα Θεοφάνεια, και, τέλος, τα Πύθια, που τελούνταν για να θυμίζουν τη νίκη του θεού εναντίον του Πύθωνα και περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς και γυμνικούς αγώνες.
Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως γυναικεία ειδώλια και ένα τελετουργικό σκεύος, στοιχεία που θεωρήθηκαν ως η αρχαιολογική απόδειξη της μεταγενέστερης λογοτεχνικής παράδοσης για την ύπαρξη ενός «πρωτόγονου» ιερού με πρώτη ιέρεια τη θεά Γαία. Αυτήν την παράδοση υιοθέτησε το δελφικό ιερατείο και πρόβαλαν οι ποιητές του 5ου π.Χ. αιώνα. Η νεότερη έρευνα αμφισβητεί την ιστορικότητα του μύθου, θεωρώντας ότι η χρονολογική τοποθέτηση της ίδρυσης του ιερού στα προϊστορικά χρόνια εντάσσεται στο θεογονικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο το ελληνικό πάνθεο εξελίσσεται από τις χθόνιες θεότητες στους ουράνιους θεούς.
Διαβάστε επίσης: Οι γραπτές πηγές και οι παραλλαγές του ιδρυτικού μύθου του Ιερού των Δελφών και Η ιστορική εξέλιξη του μαντείου των Δελφών
Η Αμφικτυονία
Δελφική Αμφικτυονία
Αμφικτυονία (ή Αμφικτιονία) ονομαζόταν η διαρκής σύνοδος των “αμφικτυόνων”, όσων δηλαδή κατοικούσαν γύρω από ένα ιερό. Η σύστασή της υπαγορευόταν αρχικά από την ανάγκη για τη λήψη αποφάσεων σχετικών με τα ιερά, σταδιακά όμως και επειδή οι συναντήσεις των αντιπροσώπων των κρατών γίνονταν σε τακτά διαστήματα, δινόταν η ευκαιρία για ανταλλαγή απόψεων και για άλλα θέματα κοινού ενδιαφέροντος, καθώς και για τη ρύθμιση διαφορών. Η σύμπηξη αμφικτυονιών ήταν μια διαδικασία που αναπτύχθηκε στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Γνωστές αμφικτυονίες του αρχαίου κόσμου ήταν αυτή του βοιωτικού Ογχηστού με κέντρο το ναό του Ποσειδώνα, της Δήλου με κέντρο το ναό του Απόλλωνα, του Άργους με κέντρο το ναό του Πυθαίου Απόλλωνα, της Καλαυρίας (σημερινού Πόρου στο Σαρωνικό) και της Τριφυλίας με κέντρα επίσης τους αντίστοιχους ναούς του Ποσειδώνα, αλλά και αυτή των έξι δωρικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Σύντομα όμως ο όρος Αμφικτυονία άρχισε να υποδηλώνει μόνο τη δελφική αμφικτυονία.
Έδρα της Αμφικτυονίας ήταν αρχικά το ιερό της Δήμητρας “Αμφικτυονίδος” κοντά στην Ανθήλη, στις Θερμοπύλες (“Πύλαι” στην αρχαιότητα). Από τον 7ο αιώνα π.Χ. και μετά τον Α’ Ιερό Πόλεμο, μεταφέρθηκε η έδρα στο ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς, οι οποίοι ανακηρύχθηκαν από τους Αμφικτύονες ανεξάρτητη πόλη, για να μην υπάγεται σε κανένα από τα κράτη μέλη. Συνεδρίαζε δύο φορές το χρόνο, την άνοιξη (Εαρινή Πυλαία) στους Δελφούς και το φθινόπωρο (Οπωρινή Πυλαία) στις Θερμοπύλες (γι’ αυτό απαντά και η ονομασία Πυλαιο-δελφική Αμφικτυονία).
Ως μέλη αναφέρονται από μεταγενέστερες πηγές (Αισχίνης, Περί παραπρεσβείας,116) οι εξής δώδεκα φυλές: Αινιάνες, Αχαιοί Φθιώτες, Βοιωτοί, Δόλοπες, Δωριείς (αρχικά οι κάτοικοι της Δωρίδας στη Στερεά Ελλάδα, στη συνέχεια δικαίωμα συμμετοχής είχαν και Δωριείς της Πελοποννήσου, κυρίως οι Σπαρτιάτες), Θεσσαλοί, Ίωνες (Αθηναίοι και Ευβοείς), Λοκροί, Μαλιείς, Μάγνητες, Περραιβοί και Φωκείς.
Τη διοίκηση της Αμφικτυονίας ασκούσε το Αμφικτυονικό Συνέδριο και η Αμφικτυονική Εκκλησία. Το Συνέδριο το συγκροτούσαν οι Ιερομνήμονες, δηλαδή 24 μόνιμα μέλη που εκλέγονταν με κλήρωση από τις 12 φυλές της Αμφικτυονίας (δύο ψήφοι για κάθε φυλή), οι Πυλαγόρες, ένας Γραμματέας και ένας Ιεροκήρυκας.
Οι Ιερομνήμονες σχημάτιζαν το συμβούλιο της διοίκησης και ήταν υπεύθυνοι για όλα τα θέματα του ιερού.
Οι Πυλαγόρες ή Αγορατροί ήταν οι αντιπρόσωποι των αμφικτυονικών πόλεων, οι οποίοι εκλέγονταν κάθε χρόνο και ήταν επιφορτισμένοι με την προάσπιση των συμφερόντων των πόλεών τους στο συνέδριο της Αμφικτυονίας.
Τέλος την Αμφικτυονική Εκκλησία αποτελούσαν οι Ιερομνήμονες, οι Πυλαγόρες και όσοι βρίσκονταν για οποιοδήποτε λόγο στο Ιερό την εποχή που αυτή συγκαλούνταν. Η Εκκλησία ήταν επιφορτισμένη μόνο με την έκδοση ψηφισμάτων και δε διέθετε σημαντική δύναμη.
Τις περισσότερες φορές το συνέδριο διεξαγόταν ομαλά. Ωστόσο, δεν έλειπαν και οι ανταγωνισμοί για την πρωτοκαθεδρία: τον 6ο αιώνα π.Χ. επικρατούσαν οι Θεσσαλοί, κατά τους 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. οι Σπαρτιάτες και μετά το 371 π.Χ. οι Βοιωτοί. Κατόπιν – μετά το 346 π.Χ. – ο Φίλιππος, τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Αιτωλοί και από το 168 π.Χ. οι Ρωμαίοι. Κατά τα ρωμαϊκά χρόνια η πανελλήνια ακτινοβολία του θεσμού της Αμφικτυονίας μειώθηκε και αργότερα ο αυτοκράτορας Αδριανός ίδρυσε νέα οργάνωση ενότητας των Ελλήνων, το Πανελλήνιο.
Η αλλαγή στην κυριαρχία των φυλών δεν έγινε απρόσκοπτα. Με αυτήν συνδέονται οι επονομαζόμενοι “ιεροί πόλεμοι”.
Η παρακμή της Δελφικής Αμφικτυονίας
Το 336 π.Χ. μετά τη δολοφονία του Φιλίππου, ο Αλέξανδρος πέτυχε στο Αμφικτυονικό Συνέδριο στις Θερμοπύλες να αναγνωρισθεί η ηγεμονία του επί των Ελλήνων.
Το 279 π.Χ. οι Φωκείς έγιναν και πάλι μέλη της Αμφικτυονίας επειδή υπερασπίστηκαν το ιερό κατά των Γαλατών, ενώ ψήφο απέκτησαν και οι Αιτωλοί, που είχαν ήδη εδραιώσει την κυριαρχία τους στο ιερό μετά τη νίκη τους επί των Γαλατών. Το 171 π.Χ. η Αμφικτυονία αριθμούσε 17 μέλη, από τα οποία μόνο τα πιο ισχυρά είχαν 2 ψήφους.
Είναι φανερό ότι όσο μειωνόταν η πολιτική σημασία της πόλης-κράτους υπέρ νέων πολιτικών οντοτήτων, από την Ελληνιστική Περίοδο και μετά, τόσο μειωνόταν και η σημασία της Αμφικτυονίας. Ενδεικτικό είναι ότι η βίαιη παρέμβαση των Αιτωλών δεν προκάλεσε κανέναν ιερό πόλεμο πια… Ο θεσμός όμως συνεχίζει να λειτουργεί ακόμα και κατά τη διάρκεια της Ρωμαιοκρατίας, αλλά ο ρόλος του περιορίζεται μόνο στην προάσπιση του ιερού. Ο Αύγουστος συγχώνευσε τους Αινιάνες, τους Μαλιείς, τους Μάγνητες και τους Φωκείς με τους Θεσσαλούς, την ψήφο δε των Δολόπων που είχαν εξαφανιστεί την έδωσε στην πόλη που έκτισε το 28 π.Χ. στην Ήπειρο, τη Νικόπολη.
Το Πανελλήνιον
Το 131/2 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Αδριανός δημιούργησε στα πρότυπα της Αμφικτυονίας μία νέα οργάνωση των ελληνικών πόλεων όλης της αυτοκρατορίας, το “Πανελλήνιον”. Η επίσημη τελετή της ίδρυσής του έγινε στο πλαίσιο της αποπεράτωσης και των εγκαινίων του ναού του Ολυμπίου Διός από τον αυτοκράτορα στην Αθήνα.
Σε αυτό συμμετείχαν πόλεις από πέντε τουλάχιστον ρωμαϊκές επαρχίες: την Αχαΐα, τη Μακεδονία, την Ασία, τη Θράκη και την Κρήτη-Κυρηναϊκή, οι οποίες μπόρεσαν να αποδείξουν την ελληνική καταγωγή τους. Κάθε πόλη εκπροσωπούνταν από έναν συνήθως Πανέλληνα που υπηρετούσε για ένα χρόνο, ενώ επικεφαλής του θεσμού ήταν ο άρχων του Πανελληνίου διορισμένος για 4 χρόνια. Ως έδρα του Πανελληνίου και της διεξαγωγής των ομώνυμων αγώνων ορίστηκε η Αθήνα, η οποία αναδείχθηκε έτσι σε ένα από τα σημαντικότερα θρησκευτικά κέντρα της εποχής, γεγονός που ευνόησε τη διατήρηση του κοσμοπολίτικου χαρακτήρα της.
Το Πάνθεον, μία βασιλική χωρητικότητας 6000-10.000 ανθρώπων στα ανατολικά της ρωμαϊκής αγοράς στην Αθήνα, ταυτίζεται από αρκετούς μελετητές με το χώρο συνάντησης των Πανελλήνων, ενώ ο Αδριανός πιθανότατα να λατρευόταν μαζί με το Δία Πανελλήνιο και την Ήρα Πανελληνία στο τέμενος του Ολυμπίου Διός. Τους τελευταίους όμως χρόνους της δυναστείας των Αντωνίνων το λατρευτικό κέντρο μεταφέρθηκε στην Ελευσίνα, όπου φαίνεται ότι τότε αναβίωσε και το αρχαίο έθιμο της προσφοράς των πρώτων καρπών -των λεγόμενων απαρχών- από τις ελληνικές πόλεις στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης.
Η ίδρυση του Πανελληνίου -ενός από τους σημαντικότερους πολιτικούς και πολιτιστικούς θεσμούς της Αντωνίνειας περιόδου- αποτελεί μία από τις ουσιαστικότερες παρεμβάσεις ρωμαίου αυτοκράτορα στην πνευματική και καλλιτεχνική πορεία του ελληνικού κόσμου και φανερώνει τη θέληση του Αδριανού να επικοινωνήσει με το σύνολο των ελληνικών πόλεων. Παραμένει αμφισβητούμενος ο πολιτικός χαρακτήρας του, που όμως μπορεί να συνδέεται με τις εγγενείς δυσκολίες συνεννόησης των πόλεων. Ο θεσμός έσβησε με το θάνατο του Αδριανού.
Οι Πυθικοί Αγώνες
Εισαγωγή
Τα Πύθια ήταν οι δεύτεροι σημαντικότεροι μετά τα Ολύμπια πανελλήνιοι αγώνες, οι οποίοι σύμφωνα με την παράδοση καθιερώθηκαν από τον Απόλλωνα σε ανάμνηση του φόνου του Πύθωνα. Η τέλεση των αγώνων ξεκίνησε στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ., αν και ενδέχεται να προϋπήρχαν κάποιες εκδηλώσεις. Αρχικά οι αγώνες γίνονταν κάθε εννέα χρόνια – όσο το διάστημα που έλειψε ο Απόλλωνας, προκειμένου να εξαγνιστεί από το φόνο του Πύθωνα – με παιάνες για τον θεό συνοδευόμενους από κιθάρα. Οι αγώνες διεξάγονταν κοντά στην Κρίσα και το έπαθλο ήταν χρηματικό (αγών χρηματίτης).
Μετά τον Α’ Ιερό Πόλεμο αναδιοργανώθηκαν με βάση το πρότυπο των Ολυμπιακών Αγώνων και διεξάγονταν κάθε 4 χρόνια, κατά το τρίτο έτος των Ολυμπιάδων, τον μήνα Βουκάτιο (τέλη Αυγούστου) υπό την εποπτεία των Ιερομνημόνων.
Προετοιμασία
Οι ετοιμασίες για τους αγώνες ξεκινούσαν έξι μήνες πριν. Εννέα πολίτες των Δελφών, οι Θεωροί, πήγαιναν σε όλες τις ελληνικές πόλεις, όπου ανακοίνωναν την έναρξη των αγώνων, αφενός για να προσελκύσουν αθλητές και αφετέρου για να κηρύξουν την Ιερομηνία, την περίοδο της Ιερής Εκεχειρίας. Σκοπός της εκεχειρίας ήταν τόσο η προστασία των Θεωρών και των αθλητών που μετακινούνταν όσο και η προστασία του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Σε περίπτωση που μια πόλη είχε εμπλακεί σε πολεμικές συγκρούσεις ή σε ληστείες κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, όχι μόνον της απαγορευόταν η είσοδος στο Ιερό αλλά και κανένας από τους πολίτες της δεν επιτρεπόταν να μετέχει στους αγώνες ή να ζητήσει συμβουλές από το Μαντείο. Παράλληλα η εκεχειρία επέτρεπε στην Αμφικτυονία να επικεντρωθεί στην προετοιμασία των αγώνων, που περιλάμβανε την επισκευή και τον καλλωπισμό όλων των κτισμάτων του Ιερού, από τους ναούς μέχρι τους δρόμους και τις κρήνες.
Στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης εισήχθησαν για πρώτη φορά ιππικοί και γυμνικοί αγώνες με έπαθλο στεφάνι δάφνης, τα κλαδιά της οποία έκοβε από την παλαιότερη δάφνη των Τεμπών “παις αμφιθαλής” (Πλουτ., Ηθικά 1136α), ένας έφηβος δηλαδή του οποίου ζούσαν και οι δύο γονείς. Το πρόγραμμα και η διάρκεια των αγώνων δεν είναι επαρκώς γνωστά. Οι πληροφορίες προέρχονται κυρίως από τον Παυσανία (Φωκικά 7) και σύμφωνα με αυτές οι Πυθικοί Αγώνες από το 586 π.Χ. διαρκούσαν 6-8 μέρες και διεξάγονταν σε διάφορους χώρους εντός της Ιεράς Χώρας των Δελφών, ενώ αργότερα περιορίστηκαν στο στάδιο, το γυμνάσιο και το θέατρο.
Το πρόγραμμα
Οι τρεις πρώτες μέρες περιλάμβαναν τις θρησκευτικές τελετουργίες. Η τέταρτη μέρα ξεκινούσε με τους μουσικούς αγώνες, οι οποίοι τον πρώτο χρόνο περιλάμβαναν κιθαρωδία, αύληση και αυλωδία. Τους αυλωδούς τους κατάργησαν στη συνέχεια, ήδη από τη δεύτερη Πυθιάδα, γιατί θεωρήθηκε ότι τα θρηνητικά άσματα δεν ταίριαζαν σε μια τέτοια γιορτή. Αργότερα, κατά τον 5ο αι. π.Χ. προστέθηκε αγώνας ζωγραφικής, τον 4ο αι. π.Χ. χορού και κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο δραματικοί αγώνες, οπότε και αυξήθηκε η διάρκεια των μουσικών αγώνων.
Την προτελευταία μέρα άρχιζαν οι αθλητικοί αγώνες: τέσσερα αγωνίσματα δρόμου (στάδιο, δίαυλος, δόλιχος και οπλίτης δρόμος), πάλη, πυγμαχία, παγκράτιο και τέλος πένταθλο. Η καθιέρωση των αγωνισμάτων αυτών έγινε σταδιακά στη διάρκεια των χρόνων.
Το ίδιο συνέβη και με τα αγωνίσματα της τελευταίας μέρας, που ήταν αφιερωμένη στους ιππικούς αγώνες, οι οποίοι σταδιακά περιλάμβαναν: αρματοδρομία, συνωρίδα (άρμα που έσερναν δύο άλογα), τέθριππο πώλων (άρμα με τέσσερις άλογα), δρόμο με πώλο (αγώνα με άλογο χωρίς άρμα).
Πίνδαρος, ο ποιητής των αγώνων
Γεννήθηκε στις Κυνός Κεφαλές, συνοικισμό της Θήβας, το 522 ή το 518 π.Χ. Ο ίδιος αναφέρει ότι η γέννησή του συνέπεσε με τη γιορτή των Πυθίων (Vita Ambrosiana, frgm. 193), αλλά δεν είναι σίγουρο αν πρόκειται για τα Πύθια του 522 ή του 518 π.Χ. Άγνωστη είναι και η χρονολογία θανάτου του. Από τη χρονολόγηση του τελευταίου σωζόμενου ποιήματος οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πέθανε γύρω στο 446 π.Χ. Ολοκλήρωσε την ποιητική του εκπαίδευση τόσο στη Θήβα όσο και στην Αθήνα. Εξαιτίας της φήμης του, το σπίτι του έγινε ένα από τα αξιοθέατα των αρχαίων Θηβών και ο Αρριανός αναφέρει ότι ο Μέγας Αλέξανδρος, ως ένδειξη τιμής προς τον ποιητή, το εξαίρεσε από την καταστροφή με την οποία τιμώρησε το 335 π.Χ. την υπόλοιπη πόλη (Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 1.9.10).
Ο Πίνδαρος ασχολήθηκε με τη χορική λυρική ποίηση. Από τα σωζόμενα έργα του το μεγαλύτερο όγκο αποτελούν τα Επινίκια, χορωδιακά άσματα που ψάλλονταν στην πατρίδα του νικητή κατά τον εορτασμό της επιτυχίας του ή ακόμα και στον χώρο διεξαγωγής των αγώνων.
Η ελληνική αριστοκρατική τάξη του πρώτου μισού του 5ου αι. π.Χ., κυρίως οι τύραννοι της Σικελίας και η συντηρητική αριστοκρατική τάξη της Αίγινας, ήταν οι βασικοί πελάτες του ποιητή, βρίσκοντας σ’ αυτόν έναν εξαίρετο υμνητή των παλαιών αριστοκρατικών αξιών που απειλούνταν, ιδιαίτερα σε μια εποχή σημαντικών πολιτικών αλλαγών.
Η εξύμνηση της αθλητικής επιτυχίας του νικητή και της αρετής του, της οικογένειάς του και της περιουσίας του αποτελεί την αφορμή για την εξύμνηση των αριστοκρατικών αξιών. Ο έπαινος του νικητή ενισχύεται, καθώς πλέκεται με το μύθο, πράγμα όμως που δυσχεραίνει ιδιαίτερα την κατανόηση του περιεχομένου και προϋποθέτει ένα καλά ενημερωμένο κοινό. Ο ποιητής χρησιμοποιεί τα ποιήματά του όχι μόνο για να μιλήσει για τις νίκες που κέρδισε ο παραγγελιοδόχος του και για την ευρύτερη οικογένεια του νικητή, αλλά και για να τονίσει το παρελθόν της οικογένειας και τις διασυνδέσεις της πανελλαδικά. Στα Επινίκιά του ο Πίνδαρος περιλαμβάνει γνωμικά αποφθέγματα, συχνά σύντομα και πνευματώδη, διάσπαρτα μέσα στο ποίημα ως γενικά σχόλια για την ανθρώπινη ύπαρξη, τις ιδιοτροπίες της τύχης και, συχνά, ηθικοπλαστικές παρατηρήσεις.
Οι επινίκιοι ύμνοι, 45 σωζόμενοι, αναφέρονται σε νικητές των τεσσάρων διασημότερων πανελλήνιων αθλητικών αγώνων και χωρίζονται σε τέσσερις ομάδες: Ολυμπιόνικοι, Νεμεόνικοι, Πυθιόνικοι και Ισθμιόνικοι. Οι Πυθιόνικοι αποτελούνται από 12 ωδές.
Οι Πυθικοί αγώνες διεξάγονταν μέχρι το 393/4 μ.Χ., οπότε ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Α’ τους απαγόρευσε.
Άλλες τελετές
Εκτός από τους Πυθικούς αγώνες, οι επιγραφές μας μιλούν και για άλλους αγώνες που λάμβαναν χώρα στους Δελφούς, τα Σωτήρια. Όπως μαρτυρεί το όνομά τους, ήταν αγώνες που θεσμοθετήθηκαν επ’ ευκαιρία της απόκρουσης κάποιων εχθρών. Η αξιομνημόνευτη αυτή νίκη δεν είναι άλλη από αυτήν των Αιτωλών και των συμμάχων τους εναντίον των Γαλατών. Τα Σωτήρια αρχικά εορτάζονταν ετησίως, περιλάμβαναν μουσικούς, χορευτικούς και δραματικούς αγώνες και πρόσφεραν χρηματικά έπαθλα στους νικητές (“αγών χρηματίτης”). Για αρκετά χρόνια την ευθύνη της διοργάνωσής τους είχε η Αμφικτυονία, όμως περί το 244 π.Χ. τα ηνία πήραν οι ίδιοι οι Αιτωλοί, οι οποίοι και αναμόρφωσαν τους αγώνες: στο εξής η διοργάνωση λάμβανε χώρα κάθε πέντε χρόνια, ήταν αγώνες μουσικοί, γυμνικοί και ιππικοί, ενώ το έπαθλο ήταν πια δάφνινο στεφάνι. Τα Σωτήρια ενδέχεται να σταμάτησαν τον 1ο αιώνα π.Χ., ίσως στον απόηχο της καθόδου του Σύλλα το 86 π.Χ., που επέφερε και διακοπή των Πυθίων.
Φαίνεται πως από τον ύστερο 3ο και πάντως από τον 2ο αιώνα π.Χ. οι Αμφικτύονες ήταν δεκτικοί στη θεσμοθέτηση και νέων αγώνων, αρκεί αυτός που τους εισηγούνταν να μπορούσε και να τους χρηματοδοτήσει. Έτσι, γνωρίζουμε ότι τελούνταν αγώνες προς τιμήν των βασιλέων της Περγάμου, και συγεκριμένα τα Αττάλεια και τα Ευμένεια, τα οποία όμως επιχορηγούνταν από τους ίδιους τους βασιλείς. Ακόμη όμως κι ένας πλούσιος πολίτης της Καλυδώνας, ο Αλκήσιππος, με μια δωρεά σε χρυσό και άργυρο απέκτησε από το 182/1 π.Χ. τη δική του ετήσια γιορτή, τα Αλκησίππεια, τα οποία, αν και δεν περιλάμβαναν αγώνες, αποτελούνταν από τελετουργική πομπή, θυσία και δημόσιο γεύμα.
Εκτός από τις τακτικές εορταστικές εκδηλώσεις, υπήρχαν και έκτακτες, που διοργανώνονταν επ’ ευκαιρία εξαιρετικών γεγονότων. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση ήταν οι αθηναϊκές Πυθαϊδες, για τις οποίες τόσο εύγλωττα μιλούν οι επιγραφές του Θησαυρού των Αθηναίων. Γνωρίζουμε τέσσερις Πυθαϊδες που έλαβαν χώρα στο διάστημα 138-98 π.Χ. Και οι τέσσερις περιλάμβαναν τελετουγική πομπή από την Αθήνα στους Δελφούς, επικεφαλής της οποίας βρίσκονταν επιφανείς πολίτες, θυσίες και τελετουργίες και, τέλος, ιππικούς και μουσικούς αγώνες. Οι επιγραφές με τους ύμνους στον Απόλλωνα που σώθηκαν στο νότιο τοίχο του Θησαυρού των Αθηναίων χαράχτηκαν ακριβώς με αφορμή τις Πυθαϊδες αυτές.
Οι Δελφικές Εορτές
Δελφικές Εορτές
Τον 20ο αιώνα το αρχαιοελληνικό πνεύμα ενέπνευσε τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να κατευνάσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική βοήθεια της γυναίκας του, Εύας Πάλμερ-Σικελιανού, άρχισε να δίνει πλήθος διαλέξεων και να δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, διοργάνωσε τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και τη «Δελφική Ένωση», μία παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών.
Οι πρώτες Δελφικές Εορτές άρχισαν στις 9 Μαΐου 1927 και διήρκεσαν τρεις μέρες. Περιλάμβαναν παραστάσεις αρχαίου δράματος με ερασιτέχνες ηθοποιούς (Προμηθεύς Δεσμώτης του Αισχύλου), γυμνικούς αγώνες, συναυλίες βυζαντινής μουσικής, διαλέξεις και εκθέσεις λαϊκής χειροτεχνίας. Επαναλήφθηκαν την 1η Μαΐου του 1930, όπου παρουσιάσθηκαν οι Ικέτιδες του Αισχύλου. Η ερμηνεία της τραγωδίας απέβλεπε στην αναβίωση του αρχαίου τρόπου διδασκαλίας αλλά η μουσική που συνόδευε τα χορικά βασιζόταν στο βυζαντινό μέλος. Τις ενδυμασίες των ηθοποιών είχε υφάνει η ίδια η Εύα Σικελιανού πάνω σε πρότυπα της λαϊκής τέχνης.
Τις εκδηλώσεις παρακολούθησαν πολυάριθμοι διανοούμενοι, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι απ’ όλα τα μέρη της γης, οι οποίοι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιώδη σχόλια και άρθρα. Υπήρξε όμως και έντονη κριτική. Γεγονός είναι πως η πρώτη αυτή προσπάθεια αναβίωσης του αρχαίου δράματος εντός αρχαιολογικών χώρων έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη κι άλλων τέτοιων προσπαθειών, μεταγενέστερα, όπως το Φεστιβάλ Επιδαύρου, που εγκαινιάστηκε το 1955.
Παρότι οι Δελφικές Εορτές έδωσαν μεγάλη ώθηση στον τουρισμό και τη διάδοση της λαϊκής τέχνης στο εσωτερικό και το εξωτερικό, δεν επαναλήφθηκαν, επειδή το ζεύγος Σικελιανού, που είχε αναλάβει σχεδόν όλα τα έξοδα, εξαντλήθηκε οικονομικά. Ο Σικελιανός είχε αρνηθεί, άλλωστε, οποιαδήποτε κρατική επιχορήγηση.
Το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών
Το όραμα του Άγγελου Σικελιανού συνεχίζει, κατά κάποιο τρόπο, σήμερα το “Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο των Δελφών”, που ιδρύθηκε το 1977, με πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σύμφωνα με τον ιδρυτικό του νόμο, σκοπός του Ε.Π.Κ.Δ. είναι «η ανάπτυξις των κοινών πολιτιστικών στοιχείων, τα οποία ενώνουν τους λαούς της Ευρώπης». Το Ε.Π.Κ.Δ. διοργανώνει η στεγάζει σήμερα πλήθος καλλιτεχνικών εκδηλώσεων καθώς και σεμιναρίων, συνεδρίων και εκπαιδευτικών προγραμμάτων που άπτονται του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού αλλά και της σύγχρονης ιδέας της συναδέλφωσης των λαών. Στο Ε.Π.Κ.Δ. ανήκει το Μουσείο Δελφικών Εορτών, που στεγάζεται στο σπίτι του Άγγελου και της Εύας Σικελιανού στους Δελφούς. Περιλαμβάνει φωτογραφικό και έντυπο υλικό από τις Δελφικές Εορτές, κοστούμια από τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, τον περίφημο αργαλειό της Εύας Σικελιανού, χειρόγραφα κείμενα του ποιητή και άλλα αντικείμενα.
Διεθνές Δελφικό Συμβούλιο
Το 1983 ο κ J. Christian Β. Kirsch ίδρυσε το “Musica Magna International” στο Μόναχο με στόχο την επαναφορά των Δελφικών Αγώνων. Οι πρωτοβουλίες αυτές είχαν την υποστήριξη του Federico Mayor Zaragoza, Γενικού Διευθυντή της UNESCO. Το 1994, 100 χρόνια μετά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, εκπρόσωποι από 20 έθνη και από τις 5 ηπείρους ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση του ιδρυτή του σύγχρονου Δελφικού κινήματος στο ιδρυτικό συνέδριο του “Διεθνούς Δελφικού Συμβουλίου” (ΔΔΣ), στο Βερολίνο. Η ιδρυτική συνέλευση του Διεθνούς Δελφικού Συμβουλίου πραγματοποιήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1994 στο Κάστρο Schoenhausen στο Βερολίνο.
Το ΔΔΣ είναι η ανώτατη αρμόδια αρχή του Δελφικού Κινήματος. Μέλη της είναι τα Εθνικά Δελφικά Συμβούλια (NDC’s, ελληνικά: ΕΔΣ) καθώς επίσης προσωπικότητες από τον χώρο των τεχνών, του πολιτισμού, της παιδείας, της οικονομίας, σωματεία και θεσμικά όργανα. Η Διοικούσα Επιτροπή του ΔΔΣ είναι το Διευθύνον Συμβούλιο (Executive Board). Κατά το κλασικό πρότυπο ονομάζεται Αμφικτυονία και αποτελείται από 12 εκλεγμένα μέλη. Το σημαντικότερο καθήκον του ΔΔΣ είναι να ενισχύει το Δελφικό Κίνημα και να διοργανώνει διεθνείς Δελφικούς Αγώνες και Δελφικούς Αγώνες των Νέων, ώστε να συμβάλλει στη συνεννόηση των λαών και των πολιτισμών της Γης. Οι αγώνες περιλαμβάνουν τις εξής κατηγορίες: Μουσικές Τέχνες, Παραστατικές Τέχνες, Λογοτεχνία, Εικαστικές Τέχνες, Κοινωνικές Τέχνες, Αρχιτεκτονική & Οικολογία. Οι νικητές βραβεύονται με μετάλλιο, λύρα και δάφνινο στεφάνι.
Το Δελφικό Τοπίο
Το Δελφικό τοπίο
Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών και η ευρύτερη περιοχή η οποία περιβάλλεται από τους ορεινούς όγκους του Παρνασσού, της Γκιώνας και της Κίρφης και εκτείνεται στην κυρίως μεταξύ των οικισμών Άμφισσας, Αράχωβας, Δελφών, Δεσφίνας, Ιτέας, Κίρρας, Αγίου Γεωργίου, Αγίου Κωνσταντίνου και Σερνικακίου, αποτελεί ένα μνημείο υψηλής αισθητικής, παγκόσμιας ιστορικής αξίας και εξέχουσας καλλιτεχνικής σημασίας και έχει εγγραφεί στον κατάλογο των Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Εκτός από τα μνημεία του αρχαιολογικού χώρου των Δελφών, η ευρύτερη περιοχή περιλαμβάνει πλήθος μνημείων και αρχαιολογικών χώρων από τους προϊστορικούς έως τους νεώτερους χρόνους με ιδιαίτερη αρχαιολογική, ιστορική, αισθητική και κοινωνική αξία που μαζί με τον περιβάλλοντα αγροτικό και δασικό χώρο, το λεγόμενο δελφικό τοπίο, αποτελούν μάρτυρα της ιστορίας της περιοχής και συνέβαλλαν στη διαμόρφωση ενός παιδευτικού και πνευματικού κέντρου με διαχρονικές πανανθρώπινες αξίες.
Για την προστασία της περιοχής η οποία στην αρχαιότητα ονομάστηκε «ιερή γη» και είχε αποδοθεί στο θεό Απόλλωνα, η πολιτεία ήδη από το 1991 έχει θεσμοθετήσει τις ζώνες προστασίας. Στόχος είναι να διατηρηθεί αναλλοίωτη «η μοναδική ποιότητα του μνημείου που γεννάται από την οικεία αρμονία ανάμεσα στα ερείπια του ιερού και το ανέπαφο περιβάλλον (…). Πρέπει να έχει αφήσει κανείς το βλέμμα του να περιπλανηθεί από την γκρίζα θάλασσα των ελαιοδένδρων, στην κοιλάδα του Πλείστου και κάτω, στη σπινθηρίζουσα θάλασσα του Κόλπου της Ιτέας, για να συνειδητοποιήσει ότι το λειτούργημα των Δελφών ήταν να ενώσουν στεριανούς και νησιώτες σε κοινές ιερουργίες/γιορτές», σύμφωνα με την εισήγηση του Διεθνούς Συμβούλιου Μνημείων και Τοποθεσιών (ICOMOS) για την ένταξη των Δελφών στον κατάλογο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCΟ.
Γεωμορφολογία των Δελφών
Οι Δελφοί είναι κτισμένοι κάτω από τον επιβλητικό όγκο των Φαιδριάδων, δύο τεράστιων βράχων που ανήκουν στο νότιο τμήμα του ορεινού όγκου του Παρνασσού. Καταλαμβάνουν ένα στενό πλάτωμα που αποτελούσε το μοναδικό ίσως πέρασμα από την Αττική και τη Βοιωτία προς την καρδιά της Φωκίδας και τη Δυτική Ελλάδα. Η εξέταση απολιθωμάτων έδειξε ότι τα πετρώματα ανήκουν στην ιουρασσική και την κρητιδική περίοδο. Τα μαλακότερα εδάφη είναι κυρίως ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι και φλύσχες. Οι σχιστολιθικές πλάκες έχουν σε αρκετά σημεία διαφορετική κατεύθυνση, παρουσιάζοντας ασυνέχειες, όπως στο σημείο ακριβώς όπου ήταν κτισμένος ο ναός του Απόλλωνα, με αποτέλεσμα η περιοχή να είναι ευάλωτη στη σεισμική δραστηριότητα αλλά και στη διάβρωση του εδάφους. Έτσι εξηγείται πως, ενώ τα κτίρια των Δελφών ήταν κτισμένα σε τοποθεσία ορεινή και βραχώδη, επλήγησαν πολλές φορές στη μακραίωνη ιστορία τους από σεισμούς, που τα κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς. Η διάβρωση, από την άλλη μεριά, αλλά και η διολίσθηση των πλακών, αποτελούν παράγοντες φθοράς, που έχουν ως αποτέλεσμα αφενός τις κατολισθήσεις μεγάλων λίθων, όπως αυτών που κατέστρεψαν τον πρώτο πώρινο ναό στη Μαρμαριά, κι αφετέρου τη διαρκή υποχώρηση του εδάφους κάτω από τα αρχαία μνημεία, ιδιαίτερα σε σημεία με μεγάλη κλίση, όπως στο αρχαίο θέατρο των Δελφών.